Μόνο αν είναι πολύ κοντά στο σπίτι ή στον δρόμο που θα ακολουθήσει ο πολίτης δια να πάει στο φαρμακείο, ή σουπερμάρκερ, ή περίπτερο. Είναι η πρώτη φορά μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου του Μεγάλου Κωσταντίνου που η Ιταλία εόρτασε το Πάσχα κεκλεισμένων των θυρών.
Θα ἤθελα να γνωστοποιήσω τον τρόπο ζωής της σημερινής Ιταλίας στην εποχή της καραντίνας. Άραγε διερωτήθη κανείς τί σημαίνει η ζωή στην Ιταλία την περίοδο του κορωνοϊού; Τί σημαίνει να δουλεύει κάποιος στο νοσοκομείο και να έρχονται οι ασθενείς που υποφέρουν, με τον φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, να έρχονται γιατί δεν έχουν μία άλλη προοπτική; Να τους βλέπει φοβισμένους και να τους υποδεικνύει να σταθούν σε τουλάχιστον περισσότερο από ενάμισυ μέτρο απόστασης; Νά βάζει στο πρόσωπό του μία, δύο ή τρεις μάσκες και να βλέπει τον άλλον με ειδικά γυαλιά, και τα χέρια, αυτά τα χέρια που αγγίζουν και φέρνουν την θεραπεία, να είναι προστατευμένα με διπλά γάντια σαν να μη θέλουν να αγγίξουν καθόλου τον άλλον; Τί τρόμο στ᾽αλήθεια προκαλεί κάποιος στον ασθενή ντυμένος σαν ένα τέρας και προσπαθώντας να τον αποφύγει και να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα μαζί του; Και όταν τον κοιτά από μακριά μέσα στα μάτια, σ᾽εκείνα τα μάτια που παλιά τον εμπιστεύοντο, βλέπει μονο να καθρεπτίζεται ο φόβος για τον συνάθρωπο, αυτός ο φόβος που λέει ότι ο κάθε άνθρωπος για τον συνάθρωπό του είναι ιός.
Άραγε διερωτήθη κανείς τι σημαίνει κάποιος που δουλεύει στο νοσοκομείο να μην ξέρει αν θα γυρίσει στο σπίτι υγιής και πότε θα μπορέσει να το κάνει, παρακαλώντας να᾽ναι μακρινή η ώρα του γυρισμού γιατί θα βρεθεί μόνος σ᾽ένα αμάξι, ταξιδεύοντας σε μία άδεια πόλη που δεν βλέπει ούτε τ᾽όνειρο μίας σκιάς; Και όταν θα βρει κάποια ζωή θα είναι τα περιπολικά, αυτά τα στρατιωτικά και αστυνομικά περιπολικά που στρέφουν τα πολυβόλα και σταματούν τους πάντες σαν να είναι καταζητούμενοι, σαν να γυρίζουν μεθυσμένοι από κάποια γιορτή. Και η καθημερινότητα δεν σταμαει εκεί γιατί, αν κάποτε γυρίσει τί θα μεταφέρει σ᾽αυτούς που μένουν μαζί του, ή στους ενοίκους της πολυκατοικίας, που του υποδεικνύουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το ανσασέρ ή τους διακόπτες για ν᾽ανάψει το φώς. Και όταν επιτέλους εισέλθει εις τον οίκον του συναντά τα βλέματα των προσφιλών προσώπων να βρίσκονται σε απόσταση και να τον κοιτούν αινιγματικά τόσο αινιγματικά που δεν είναι σε θέση να καταλάβει.
Άραγε διερωτήθη κανείς τί σημαίνει τις Κυριακές ή τις μέρες που δεν δουλευει να βρίσκεται κλεισμένος στο σπίτι και να μην μπορεί να βγεί ν᾽αναπνεύσει καθαρό αέρα; Κι᾽όταν το κάνει για να ψωνίσει κάτι όσο πιο γρήγορα γίνεται να τον βλέπει ο άλλος από μακριά και ν᾽αλλάζει δρόμο; Και τα βράδυα εκείνα τα τρομακτικά βράδυα που είναι στο σπίτι και δεν ακούει τον παραμικρό θόρυβο, παρά μόνο τις σειρήνες των ασθενοφόρων, απότομα και δυνατά, εκεί κοντά, δίπλα του για να πάρουν κάποιον που γνωρίζει, ίσως και κάποιον φίλο και να ξαναφύγουν ουρλιάζοντας. Κι᾽όλο αυτό να συμβαίνει πολλές φορές το βράδυ. Άκρα του τάφου σιωπή, απομόνωση και αυτός ο καταραμένος ήχος από τις σειρήνες των ασθενοφόρων.
Άραγε διερωτήθη κανείς τί ανάγκη θα υπάρχει σ᾽αυτό τον άνθρωπο να τρέξει σε μία εκκλησία, να συμμετάσχει στην ευχαριστία και να πάρει από τον Θεό την βοήθεια που του χρειάζεται για ν᾽αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα που δεν ξέρει τι θα συναντήσει και αν θα ξαναγυρίσει; Να κλαύσει μπροστά στην εικόνα της παναγιάς, να μεταφέρει την απελπισία του, την αδυναμία του και να της ζητήσει να πρεσβεύσει τον Υιόν της για να του δίνει δύναμη; Διερωτήθη ποτέ κανείς τί ανάγκη πράγματι υπάρχει ιερέων, επισκόπων, που ατρόμητα θα πλησιάσουν, θα μεταφέρουν την ευλογία, την ευχαριστία ενώ όλοι οι άλλλοι αποφεύγουν γιατί ξέρουν ότι ο γιατρός έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να προσβληθεί και να μολύνει, άθελα, αλλά αυτό πια δεν ενδιαφέρει κανένα.
Άραγε κάποιος διερωτήθη αν σήμερα Κυριακή του Θωμά, που μετά την κορύφωση του θείου δράματος έχει ανοίξει ένα παράθυρο για μία αχτίδα φωτός που φέρνει η ανάσταση, για ποιά ανάσταση θα μιλήσουμε, αν οι εκκλησίες παραμένουν κλειστές ή μισάνοιχτες και ο κάθε περιφεριάρχης μπορεί να αποφασίζει πώς θα γίνεται η ορθόδοξος λατρεία;
Άραγε κάποιος διερωτήθη γιατί οι άνθρωποι εύκολα φιλονικούν μεταξύ τους και δημιουργούν σχίσματα για να αποδείξουν ότι είναι πρώτοι και όλοι οι άλλοι θα πρέπει να υπακούουν, ενώ στην πραγματικότητα ο πρώτος είναι αυτός που, όχι άφοβα αλλά με την ελπίδα που δίνει η πίστη, τρέχει να φιλονικήσει με τον άλλο για ν᾽ανέβει ο ίδιος πρώτος στον σταυρό, γιατί εκεί είναι η θέση του καθε χριστιανού και όχι εις τα μεγάλα γραφεία και πρωτοκαθεδρία στις κυβερνητικές προσκλήσεις και τιμές των αρχόντων.
Εκρύφθησαν οι πολλοί από τα χαρακώματα, εσίγησαν οι καμπάνες στην πρώτη γραμμή και εις τον αέρα κυκλοφορούν μόνο ιοί και οσμή θανάτου, χωρίς καμιά ελπίδα σωτηρίας. Ο Καθένας ας ψάξει να βρει τον αναστάντα μόνος του, γιατί η ορθόδοξος πίστη εις την αιώνιο ζωή και αργηχό αυτής αποτραβήχθη, για να εμφανισθεί η πίστη στην επιστήμη και στην επίγεια ζωή. Ο Θεάνθρωπος παρηγκωνίσθη από τον άνθρωπο στην Ευρώπη και από τις ανθρωπιστικές, οικολογικές, επιστημονικές σπουδές.
Ο ένας έγιναν πολλοί και εχθρεύονται αλλά και δίνουν μάχη επιβίωσης, χωρίς πια να πιστεύουν εις την Ανάσταση του Κυρίου. Κόκκινη πλατεία, όλη η Ιταλία σε όλη την περίοδο της καραντίνας, και στην μέση ένα κατακόκκινο λάβαρο με τη μορφή του ανθρώπου να δεσπόζει παντού, άνευ Θεού, τί να χρησιμεύει άραγε στον επαρμένο άνθρωπο ο οποίος πιστεύει μόνο στις δικές του δυνατότητες;
Χριστός Ανέστη αδελφοί, πού στ᾽αλήθεια μπορεί να φθάσει η φωνή μας; ο Κύριος οίδε.