Η Λομβαρδία αποτελεί την οικονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας και έχει δέκα εκατομμύρια πληθυσμό.
Σύστημα Υγείας της Ιταλίας
Η Ιταλία διαθέτει ένα Σύστημα Υγείας, που παρέχει υπηρεσίες εντελώς δωρεάν στους πολίτες. Ἐχοντας υιοθετηθεί ένα αποκεντρωμένο σύστημα τα νοσοκομεία δεν εξαρτώνται από την κεντρική κυβέρνηση αλλά από την εκάστοτε περιφέρεια υπό την εγγύηση του ιταλικού κράτους. ( Η Ιταλία χωρίζεται σε 20 περιφέρειες). Το σύστημα είχε φθάσει στο απόγειό του στις δεκαετίας του 80 και 90, όπου λειτουργούσαν πολλά δημόσια νοσοκομεία ακόμη και στην μικρότερη πόλη, η οποία διέθετε το δικό της νοσοκομείο της, τις πρώτες βοήθειες και γενικά όλη την νοσοκομειακή κάλυψη ακόμη και δύσκολων περιπτώσεων. Μετά την είσοδο της Ιταλίας στο ευρώ και την κατάργηση του εθνικού νομίσματος άρχισε η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης και μετατροπής του κάθε δημοσίου νοσοκομείου σε εταιρεία (ASL). Εις δέ την Λομβαρδία δημιουργήθηκαν και ιδιωτικά νοσοκομεία χρηματοδοτούμενα και από την παπική εκκλησία, που ανήκαν σε πολυεθνικές εταιρίες, βοηθούμενα από το πολιτικό σύστημα. Όσες περιφέρειες δεν συμμετείχαν στην δημιουργία αυτού του νέου ιδιωτικού σύστηματος υγείας είδαν να κλείνουν τα περισσότερα νοσοκομεία τους, κάτι που σήμαινε την απώλεια εργασίας πολλών γιατρών καθώς και υγειονομικού προσωπικού. Συνάμα εχάθησαν και πολλές κλίνες στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) Ας αφήσουμε τους αριθμούς να μιλήσουν.
Αριθμός γιατρών και νοσοκόμων: Ο αριθμός ιατρών ανά κατοίκους στην Ιταλία είναι 4 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 3.6 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους (δηλαδή πιο μεγάλο από τον ευρωπαϊκό μεσο όρο). Αλλά ο αντίστοιχος αριθμός των ιατρών που δουλεύουν στα δημόσια νοσοκομεία και ως οικογενειακοί γιατροί μειώθηκε αισθητά και έπεσε κάτω από το μέσο όρο της Ευρώπης. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η Ιταλία έχει τους λιγότερους νοσοκόμους από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη (εκτός Ισπανίας). Δηλαδή ο αριθμός των νοσοκόμων είναι πολύ μικρότερος από το μέσο όρο της Ευρώπης (5,8 νοσοκόμοι ανά 1.000 κατοίκους ενώ στην Ευρώπη είναι 8,5). Έτσι λοιπόν η νεοφιλελεύθερη πολιτική με τη μείωση των χρημάτων που πήγαιναν στην Υγεία έφερε την Ιταλία να έχει λιγότερους γιατρούς και νοσοκόμους που δουλεύουν στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κράτους από το 2009 μέχρι το 2017 η δημόσια υγεία στην Ιταλία έχασε 8.000 γιατρούς και 13.000 νοσοκόμους.
Αριθμός θέσεων εντατικής: Το 1980 οι θέσεις στην εντατική για τους ασθενείς ήταν 922 ανά 100.000 κατοίκους, δηλαδή πιο πάνω από τον μεσο όρο της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας στην Ιταλία το 2013 το νούμερο των θέσεων της εντατικής μειώθηκε και έφθασε στους 275 ανά 100.000 κατοίκους . Σήμερα στην Ιταλία ο μέσος όρος των θέσεων της εντατικής είναι πιο κάτω ακόμη και από την Ελλάδα, Σερβία, Σλοβακία και Βουλγαρία. Αυτό ήταν μία σαφής πολιτική επιλογή. Έχοντας έναν λαό κατά μέσον όρο γηρασμένο η Ιταλία επέλεξε να ενδυναμώσει την επίβλεψη στο σπίτι των ασθενών και όχι την είσοδο στο νοσοκομείο.
Συνεπώς στην σύγχρονη Ιταλία διαθέτουν επαρκή νοσοκομειακή κάλυψη μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα τα οποία δεν είναι σε θέση βέβαια να ικανοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αυτός είναι ο λόγος (περικοπή δαπανών υγείας) που στα δημόσια νοσοκομεία της Ιταλίας δεν εγίνοντο διαγωνισμοί για νέες θέσεις εργασίας. Εν γένει, απαξιώθηκε πλήρως το δημόσιο σύστημα υγείας, και διαμορφώθηκε η εικόνα ότι οι γιατροί και το υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό είναι άχρηστοι και ασύμφοροι για το οικονομικό σύστημα γιατί οι υπηρεσίες που παρείχαν χρησιμοποιούντο κατ᾽εξοχή μόνο από υπερλήλικες οι οποίοι κατ᾽αυτόν το τρόπο κατάφερναν να ζουν για πολλά χρόνια “σπαταλώντας» τεράστιους κρατικούς οικονομικούς πόρους στις συντάξεις. Με αυτή την λογική εχρειάζοντο κάθε χρόνο να σπουδάζουν λίγοι γιατροί και να μην σπαταλούνται χρήματα για την άρτια επιστημονική τους κατάρτιση. Αυτό σήμαινε αυστηρώς κλειστό αριθμό εισαγομένων στις ιατρικές σχολές των Ιταλικών Πανεπιστημίων και αδυναμία εισόδου στις πιο πολλές ειδικότητες..
Σε όλον αυτόν τον μαρασμό που προωθήθηκε από τη νέα φιλελεύθερη πολιτική θα πρέπει να προσθέσει κανείς ότι οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες των περιφερειών κανόνιζαν ποιοί θα γίνουν διευθυντές, ποιοί γιατροί θα προσληφθούν και όχι βέβαια με καθαρώς επιστημονικά κριτήρια. Σε λίγο χρονικό διάστημα τα πάντα ελέγχοντο από την πολιτική αρχή σε τέτοια βαθμό που μπορούμε να πούμε ανοιχτά για φίμωση της ιατρικής επιστήμης και απόλυτο έλεγχο των πάντων. Αν προσθέσουμε δέ το γεγονός ότι οι πολιτικοί στην Ιταλία υπηρετούν πιστά τη νέα οικονομική πραγματικότητα εύκολα καταλαβαίνουμε ότι αυτό το οικονομικό σύστημα ήλεγχε και την ιατρική γνώση και όποιος ήταν αντίθετος θα έπρεπε να πεταχθεί στο περιθώριο για να μην μπορεί να επηρεάζει κανένα. Περνάμε λοιπόν στην «μονομερή σκέψη» (pensiero unico) Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αυστηρώς μία ελεγχόμενη «σκέψη» εις την οποίαν άπαντες υπακούουν άνευ διαλόγου και ανοχής στην αντίθετη απόψη έστω και αν στηρίζεται σε επιστημονικά στοιχεία. Κατηρτίσθη προσφάτως από την ιταλική κυβέρνηση μία επιτροπή “εμπειρογνωμόνων” (δηλαδή επισήμων λογοκριτών) που θα αποφασίζει αν μία πληροφορία ή μία γνώμη που εκφράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ψευδής είδηση (Fake news). Με άλλα λόγια μετά τον περιορισμό της ελευθερης μετακίνησης και την απαγόρευση προσέλευσης σε μέρη που η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, όπως η εκκλησία, τώρα τίθεται και θέμα απαγόρευσης στον κάθε πολίτη να εκφράζεται ελεύθερα καταπατώντας το ιταλικό σύνταγμα που στηρίζεται στην ελευθερία του λόγου. Βάσει ποίων στοιχείων μία επιτροπή θα αποφασίζει αν μία γνώμη είναι ψευδής είδηση; και κατά δεύτερον ποιοί θα είναι οι κύριοι που θα το παίξουν ανωτέρα συνείδηση ενός έθνους;
Ο Ιός εντός ιταλικού εδάφους
Η ιταλική κυβέρνηση πιθανώς να γνώριζε ήδη από τον Δεκεμβριο ότι ο κορωνοϊός βρίσκεται στην Ιταλία γιατί τα πρώτα περιστατικά ανωμάλων πνευμονιών εμφανίζονται στα τέλη Δεκεμβρίου, όταν έρχεται η ειδοποίηση από την Κίνα στον Διεθνή Οργανισμό Υγείας. Στις 30 Δεκεμβρίου στην Piacenza της Αιμίλιας Ρομάνιας υπάρχουν 40 πνευμονίες εντός μιας εβδομάδος. Στις 7 Ιανουαρίου στο Μιλάνο εμφανίζονται πνευμονίες υψηλότερες από τον μέσο όρο: από 50 σε 80 καθημερινώς. Ακόμα και στο Como στις 11 Ιανουαρίου τα νοσοκομεία καταγγέλνουν την απότομη αύξηση πνευμονιών που κινδύνευαν να φέρουν σε κρίση το σύστημα υγείας. Εβδομάδες ο ιός ταξίδευε λοιπόν γρήγορα, κυρίως μέσα στα νοσοκομεία. Για να καταλάβει κανείς, οι ασθενείς που βρισκόντουσαν εκεί λόγω διαφόρων παθήσεων παρουσίασαν και πνευμονία εξ´αιτίας του ιού. Και αν αυτό είναι η αλήθεια, τότε οι συγγενείς που τους επεσκέπτοντο γίνονταν φορείς του ιού καθώς επίσης οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και μέσω αυτών οι συγγενείς, φίλοι και ασθενείς των. Προστασία υγειονομικού προσωπικού δεν υπήρχε. Από δέ την πλευρά της ιταλικής κυβέρνησης δεν έγινε απολύτως τίποτε, αντιθέτως το Υπουργείο Υγείας στις 5 Ιανουαρίoυ γράφει μία εγκύκλιο εις την οποίαν αναφέρει ότι ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας « δεν προτείνει καμμία προφύλαξη γι᾽αυτούς που έρχονται από την Κίνα» και « προτείνει να μην περιορίζονται τα ταξίδια και το εμπόριο με την Κίνα βάσει των πληροφοριών που μέχρι σήμερα υπάρχουν» Δηλαδή άφησαν την είσοδο ελεύθερη στον ιό. Παράλληλα οι κυβερνώντες δεν έκαναν τίποτε για να καλυτερεύσουν την κατάσταση των νοσοκομείων. Παραλείπω τις δηλώσεις τους, γιατί προκαλούν οίκτο! Δεν άσκησαν πιέσεις στην περιφέρεια για το ξανάνοιγμα των παλαιών νοσοκομείων που έκλεισαν ή για την αύξηση των κλινών ΜΕΘ στην εντατική για να μπορούν να σωθούν ανθρώπινες ζωές ηλικιωμένων και ευπαθών ανθρώπων. Ούτε βέβαια πρότειναν στις περιφέρειες να γίνουν άμεσες προσλήψεις ιατρικού και νοσοκομειακού προσωπικού γιατί προτιμούσαν να μην σπαταληθούν ασκόπως χρήματα. Και ακόμη χειρότερα οι περιφέρειες της Ιταλίας δεν “σπατάλησαν» χρήματα για να αγοράσουν προστασία για τους γιατρούς και νοσοκόμους που είχαν την “τύχη» να δουλεύουν. Τους άφησαν απροστάτευτους, στρατιώτες άοπλους, ενώ το κακό ήταν ήδη εντός των τειχών και πιθανώς να μην το αγνοούσαν εντελώς! Άφησαν με άλλα λόγια το σύστημα υγείας να αποσυντεθεί πλήρως σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Οι δέ καθηγητές λοιμωξιολογίας, “υιοί» κατά το πλείστον του συστήματος δεν είχαν καμμία εμπειρία για την αντιμετώπιση της πανδημίας και ακολοθούσαν τον ισχυρό πολιτικό της ημέρας, κάνοντας ο καθένας αντίθετες δηλώσεις χωρίς κανένα συντονισμό και σοβαρότητα, ακολουθώντας μάλλον την πολιτική παρά την επιδημιολογία. Οι πιο πολλοί έλεγαν μην ανησυχείτε έρχεται ίσως από την Κίνα μία γρίπη που γρήγορα θα περάσει, κάποιοι άλλοι τολμούσαν να πούν ότι ίσως ο ιός που έρχεται είναι λίαν επικίνδυνος που θα στείλει στον θάνατο πολλές χιλιάδες ανθρώπων, κάποιοι άλλοι έπαιρναν ενδιάμεσες θέσεις όπως, είναι μεν μία γρίπη αλλά πολύ πιο μεταδοτική και με ποσοστό θνησιμότητος μεγαλύτερο από την εκάστοτε εποχιακή γρίπη.
Αλλαγή πολιτικής της Ιταλίας
Εν τω μεταξύ μόλις στις 22 Ιανουαρίου, ήδη δηλαδή πολύ αργά, καταφθάνουν ορισμένες σωστές κυβερνητικές οδηγίες για την αντιμετώπιση του νέου ιού. Θα παρακολουθήσουμε τί έγινε σ᾽ένα συγκεκριμένο νοσοκομείο που αποτελεί τυπικό δείγμα για όσα ίσχυσαν εν γένει στη Λομβαρδία που ακολουθήσε τις οδηγίες του κράτους και κατόπιν θα εξετάσουμε την περιοχή του Βένετου όπου στο αρχικό στάδιο δεν ακολούθησαν τις οδηγίες του ιταλικού κράτους (να σημειωθεί ο ενισχυμένος ρόλος των περιφερειαρχών στην ιταλική περίπτωση όπου δύνανται να ασκούν διαφορετικες πολιτικές- σημειωτέον ότι τώρα όμως που μιλαμε άπαντες υποχρεώθηκαν σε συμμόρφωση προς τις κεντρικές οδηγίες της κυβέρνησης). Στα πρώτα στάδια της πανδημίας η μη επιβολή κεντρικών οδηγιών δημιούργησε μεγάλη σύγχυση γιατί άλλες περιφέρειες ακολουθούσαν τις οδηγίες της κεντρικής κυβέρνησης, αλλά άλλες όχι, χωρίς να υπάρχει κεντρικός συντονισμός.
Στο νοσοκομείο του Codogno επαρχίας Lodi του νομού της Λομβαρδίας εισέρχεται με συμπτώματα, για τρίτη φορά, στις 19 Φεβρουαρίου στις 3.12πμ ο ασθενής που φέρεται ως ο ασθενής υπ᾽αριθμόν 1, ονόματι Mattia. Ο συγκεκριμένος ασθενής δεν είχε ταξιδεύσει στην Κίνα και δε είχε έρθει σε επαφή με κάποιον που είχε ταξιδεύσει εκεί. Ήταν 38 χρονών παντρεμένος και ερασιτέχνης αθλητής. Πολλά περιστατικά κορωνοϊού ενεφανίζοντο ήδη σε πολλούς δήμους κοντά στο Codogno. Παρ᾽όλα αυτά πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι τη λήψη δείγματος (Ιταλ. Tampone) για το τεστ του κορωνοϊού, περίπου 36. Μέσα σ᾽αυτές τις ώρες τον επισκεπτόντουσαν οι φίλοι του, οι συγγενείς του, οι γιατροί οι νοσοκόμοι και οι άλλοι ασθενείς, οι οποίοι και εμολύνοντο. Αργότερα μία γενναία γιατρός ενόσω τον μεταφέρει στην εντατική του κάνει το τεστ και ανακαλύπτεται ότι ο ασθενής έπασχε από κορωνοϊό. Τότε στις 20 Φεβρουαρίου σημαίνει το σήμα κινδύνου. Περιττό να αναφέρω ότι ενόσω ο Mattia μεταφέρεται μολύνει άλλους δύο γιατρούς. Δημιουργείται ένας πανικός στο νοσοκομείο, γίνονται λάθη και σπασμοδικές κινήσεις, και τελικά το πρωΐ της επόμενης ημέρας το νοσοκομείο εισέρχεται σε καρατίνα. Τί έγινε; γιατί αυτή η καθυστέρηση; Η κυβέρνησε κατηγόρησε τους γιατρούς ότι δεν ακολούθησαν τις οδηγίες.
Πράγματι στις 22 Ιανουαρίου οι οδηγίες του κράτους πρόβλεπαν να γίνονται τα τεστ για τον κορωνοϊό σε κάθε ασθενή που έχει πνευμονία και δεν ανταποκρίνεται σε θεραπεία με αντιβιοτικά. Αν ίσχυαν αυτές οι οδηγίες τότε οι γιατροί θα έφταιγαν γιατί θα έπρεπε να κάνουν το τεστ αλλά δεν το πραγματοποίησαν. Οι οδηγίες όμως στις 27 Ιανουαρίου άλλαξαν απότομα, κάτι το συνηθισμένο στην Ιταλία, και επέβαλαν το τεστ μόνο σε ανθρώπους που είχαν επαφή με την Κίνα και εμφάνιζαν πνευμονίες που δεν απαντούσαν στην θεραπεία.
Γυρνώντας στην περίπτωση του Mattia, μία αναισθησιολόγος ενώ τον πήγαιναν στην εντατική απεφάσισε να του κάνει το τεστ παρ᾽ότι εως τότε οι οδηγίες του κράτους δεν την υποχρέωναν. Τότε βέβαια ετέθη σε συναργερμό όλο το νοσοκομείο αλλά ήταν πια πολύ αργά. Η Λομβαρδία σήμερα έφτασε να έχει 88.537 προσβληθέντες και περίπου από 16.014 νεκρούς (περίπου το 60 % των νεκρών όλης της Ιταλίας που ως την σήμερον φθάνουν στα 33.414 άτομα) δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό θνησιμότητος καθώς και δείχτη θανάτου πολύ μεγαλύτερο από άλλες περιοχές, (όπως αυτή του Βένετου, που όπως θα δούμε ακολούθησε άλλο μοντέλο διαφορετικό του Μιλανου με αποτέλεσμα να έχει μόνο 19.134 προσβληθέντες και 1.896 νεκρούς δηλαδή το 4% των νεκρών όλης της Ιταλίας ), αν και αυτά τα στοιχεία, δεν έχουν μεγάλη αξία γιατί κατά πρώτον είναι μεταβαλλόμενα καθημερινώς και κατά δεύτερον δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό αριθμό των προσβληθέντων από τον ιό. Δηλαδή δεν μπορεί κανείς στηριζόμενος μόνο σ᾽αυτά τα στοιχεία να επεξεργασθεί ένα μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης της νόσου.
Η Λομβαρδία ακολουθώντας τις οδηγίες της κεντρικής κυβέρνησης αντιμετώπισε ως εξης τον κορωνοϊό:
- Έκανε (κατά την περίοδο μιας έρευνας του Harvard) ένα αριθμό τεστ πολύ μικρό μόνο 107.398 (αν το συγκρίνουμε με το Βένετο και με τον πληθυσμό που έχει, ο αριθμός των τεστ είναι ο μισός)
- Η ιατρική φροντίδα επικενρώθηκε κυρίως στα περιστατικά που παρουσίαζαν συμπτώματα
- Πραγματοποίησε “επενδύσεις περιορισμένες στην ιχνηλάτηση περιπτώσεων πριν εμφανίσουν συμπτώματα, στην κατ᾽οίκον φροντίδα του κάθε ασθενούς, στην παρακολούθηση και προστασία ιατρικού προσωπικού”
Το Βένετο όμως (όπως και η Αιμίλια Ρομάνια αλλά θα ασχοληθούμε σήμερα με το Βένετο) με πρωτεύουσα την Βενετία, έχει περίπου πέντε εκατομμύρια πληθυσμό και εως την στιγμή που μιλάμε έχει 19.134 προσβληθέντες και 1.896 νεκρούς. Δηλαδή πολύ μικρότερο ποσοστό θνησιμότητος και δείκτη θανάτου εν σχέσει προς την Λομβαρδία (μόλις το 4% μόνο του συνολικού αριθμού θανάτων στην Ιταλία).
Το Βένετο στα αρχικά στάδια της νόσου (έως την υποχρωτική συμμόρφωση με τις μετέπειτα οδηγίες της κυβέρνησης,) υιοθέτησε μία μεθοδολογία διαφορετική, δίνοντας προτεραιότητα στην ιχνηλάτηση προσυμπτωματικών περιστατικών. Η προσπάθεια επικεντρώθη στον περιορισμό του ιού σκοπεύοντας:
- στην διεξαγωγή πολλών τεστ τόσο για τις συμπτωματικές όσο και ασυμπτωματικές περιπτώσεις (τα τεστ ανέρχονταν στον αριθμό 94.798, κατά την έρευνα του Harvard )
- στην ιχνηλάτηση των θετικών περιπτώσεων
- στο γεγονός του ότι αν κάποιος βρισκόταν θετικός, έκαναν και το τεστ όλοι οι συγκατοικούντες στο σπίτι μαζί του ακόμη και οι γείτονες
- αν το κιτ (πακέτο) των τεστ δεν υπήρχε γιατί είχε εξαντληθεί τότε όλοι εισέρχοντο σε εθελούσια καραντία
Εκτός αυτού βασίστηκε σ᾽ένα σύστημα το οποίο εξασφάλιζε την διάγνωση στον τόπο διαμονής και εις την κατ᾽οίκον παρακολούθηση. Δηλαδή η παρακολούθηση του ασθενούς εγένετο εκτός νοσοκομείου ή σ᾽έναν ειδικώς διαμορφωμένο χώρο, για να μην υπάρξει κορεσμός (κατάρρευση του νοσοκομειακού συστήματος). Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη που έκανε το Harvard [1]αυτό απεδείχθη μία καλή πρακτική γιατί περνάει από το μοντέλο της κεντρικής νοσοκομειακής θεραπείας, το οποίο μπορεί να κορεσθεί πολύ εύκολα, σ᾽ένα μοντέλο βασιζόμενο στο κοινοτικό σύστημα που προσφέρει λύσεις για όλον τον λαό (με έμφαση εις την κατ᾽οίκον παρακολούθηση). Όλα αυτά που έγιναν δεν επέτρεψαν στο Βένετο να θέσει σε κίνδυνο και την ατομική προστασία των ιατρών, του υγειονομικού προσωπικού παρέχοντας μάσκες, γάντια, ποδιές και κάνοντες πολλά τεστ για τον έλεγχο της υγείας τους. Και εδώ υπάρχει μία μεγάλη διαφορά από την Λομβαρδία που μέχρι και σήμερα υπάρχουν ελλείψεις στην προστασία και τον έλεγχο του υγειονομικού προσωπικού. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα τα νοσοκομεία να γίνουν φορείς διαδόσεως του κορωνοϊού.
Σήμερα που στην Ιταλία τελειώνει η καραντίνα και ο κόσμος προσπαθεί να επιστρέψει στις παλιές του συνήθειες ακόμη δεν έχει γίνει στην γειτονική χώρα μία σοβαρή ιχνηλάτηση του πληθυσμού ιδιαίτερα στην περιοχή της Λομβαρδίας που υπάρχουν οι πιο πολλοί προσβληθέντες και θύματα. Ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακόμη αναμένεται νέο κύμα του κορωνοϊού τον Οκτώμβριο με Νοέμβριο, αλλά κανείς δεν ξέρει αν ο ιός θα είναι ασθενέστερος ή ακόμη πιο επικίνδυνος και θανατηφόρος. Εν τω μεταξύ σύμφωνα με τα στοιχεία ο αριθμός των μολύνσεων που προκαλεί το μεμονωμένο περιστατικό, σε μία συγκεκριμένη κοινότητα που δεν έχει προσβληθεί εξ᾽αυτού, μειώθηκε και έφθασε κάτω από το ένα στα τέλη Μαΐου που η Ιταλία ανοίγει.
[1] περιοδικό Harvard Business Review. Lessons from Italy’s Response to Coronavirus”, υπογεγραμμένο Gary P. Pisano, Raffaella Sadun e Michele Zanini
Του κ. Κυρίου Γεωργίου Ιωάννου Καραλή
Πυρηνικού ιατρού.
Διδάκτορος Πανεπιστημίου Γένοβα,
Υπεύθυνος τμήματος Πυρηνικής Ιατρικής της Alliance Medical στην πόλη της Γένοβας
Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Tor Vergata