που όχι μόνο παραμένει επίκαιρος, αλλά δυστυχώς γίνεται όλο και πιο επιτακτικός – η μία πλευρά φρονεί ότι αυτό ισχύει λόγω ενοχλητικών παρεμβάσεων της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή του τόπου, ενώ η άλλη για τους αντίθετους ακριβώς λόγους.
Ο όρος «χριστιανικό κράτος», όπως και «χριστιανικό έθνος», δεν είναι πια της μόδας. Αίτημα του δυτικού κόσμου είναι το «κοσμικό κράτος» ή «λαϊκό κράτος», δηλαδή ένα κράτος, όπου η θρησκεία θεωρείται αποκλειστικά στοιχείο της ιδιωτικής σφαίρας του πολίτη και καταβάλλεται μέγιστη προσπάθεια να μην εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στη δημόσια ζωή.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δυτικός άνθρωπος, στο βαθμό που αγωνιά για την «επιμονή της θρησκείας» να επηρεάζει τη δημόσια ζωή, εμφανίζει φοβικά συμπτώματα (θρησκειοφοβία), προερχόμενα κατ’ αρχάς από την, αθεράπευτη τόσους αιώνες, τραυματική εμπειρία του μεσαίωνα και της προτεσταντικής μεταρρύθμισης (1). Η θρησκειοφοβία εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, λόγω του χριστιανίζοντος προσωπείου που δόθηκε από την κυβέρνηση Μπους του νεώτερου στην ωμή επεκτατική επίθεση κατά των αραβικών χωρών, αλλά και λόγω της καπήλευσης του χριστιανισμού από πάσης φύσεως εθνικιστές σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ακόμη και στη χώρα μας. Στη χώρα μας μάλιστα η καπήλευση αυτή έχει μακρά και τραυματική ιστορία και συνδέεται άμεσα με τις κυβερνήσεις της «παραδοσιακής δεξιάς».
Σε τι βαθμό συμβάλλει στο φαινόμενο της θρησκειοφοβίας ο ισλαμικός εξτρεμισμός, θεωρώ πως χρειάζεται διερεύνηση, γιατί πλην εξαιρέσεων τα βέλη στρέφονται κυρίως κατά των χριστιανών (χριστιανοφοβία – ώστε να μη θιγούν οι μουσουλμάνοι).
Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσω ότι ο εθνικισμός («φυλετισμός») έχει καταδικαστεί ως αίρεση από την πανορθόδοξη Σύνοδο του 1872, επομένως δεν τίθεται θέμα αν η αυθεντική ορθόδοξη πνευματική παράδοση εκτρέφει εθνικιστικές τάσεις. Ο χριστιανισμός, στην αυθεντική του μορφή, είναι πανανθρώπινος, φιλειρηνικός και ελεύθερος. Δυστυχώς, ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος, είναι αδύνατο να επικρατήσει καθολικά σε μια κοινωνία, γιατί αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με βίαιη επιβολή του (όπως επιχειρήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν), πράγμα που εξ ορισμού αναιρεί την ουσία της διδασκαλίας του. Έτσι, ο σύγχρονος μεγάλος άγιος διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Μόσχα 1896 – Έσσεξ Αγγλίας 1993) επισημαίνει: «Τείνουν να χαρακτηρίσουν τινές την εποχήν ημών ως μεταχριστιανικήν. Εγώ δε προσωπικώς, εν τοις ορίοις των γνώσεών μου περί της ιστορίας του κόσμου και του πολιτισμού, είμαι πεπεισμένος ότι ο Χριστιανισμός εις τας αυθεντικάς αυτού διαστάσεις ουδέποτε μέχρι τούδε εγένετο δεκτός υπό της μεγάλης μάζης, ως ώφειλε. Κράτη είχον την αξίωσιν να ονομάζωνται “χριστιανικά”, και οι λαοί αυτών έφερον προσωπείον ευσεβείας, όμως “την δύναμιν αυτής ηρνούντο”… Έζησαν και ζουν εθνικώς [=ειδωλολατρικώς] … Όσον και αν φαίνηται παράδοξον, ακριβώς αι χριστιανικαί αύται χώραι κρατούν επί αιώνας το μέγιστον μέρος της οικουμένης εις τα σιδηρά δεσμά της δουλείας» (2).
Παρόλα αυτά, οφείλω να χρησιμοποιήσω τον όρο «χριστιανικό κράτος» για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου.
Ίδιες λέξεις, διαφορετικό νόημα
Όταν λοιπόν ένας παραδοσιακός ορθόδοξος χριστιανός (δηλαδή φορέας της ορθόδοξης χριστιανικής κουλτούρας, που έχει ρίζες σε πολλούς λαούς, ανατολικούς και [πριν το σχίσμα] δυτικούς, και, χωρίς να είναι ομοιόμορφη, διαθέτει κοινά θεμέλια) αναφέρει τους όρους «Εκκλησία» και «χριστιανικό κράτος», εννοεί εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά που εννοεί ένας σύγχρονος δυτικός μελετητής, φορέας της νεώτερης και σύγχρονης (μη χριστιανικής) δυτικής κουλτούρας.
Ο δυτικός μελετητής ως Εκκλησία εννοεί ένα θεσμό/νομικό πρόσωπο στελεχωμένο από κληρικούς, σύμφωνα με την (αιρετική από την άποψη της αρχαίας Εκκλησίας) εκκλησιολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία διαχώρισε την Εκκλησία (κλήρο) από τους λαούς των χριστιανών (το πλήρωμα), με σκοπό να κατοχυρώσει την εξουσία της. Αντίθετα, ο ορθόδοξος μελετητής ως Εκκλησία εννοεί όλους τους χριστιανούς, στη σχέση αγάπης που τους συνδέει μεταξύ τους και με το Χριστό ή έστω στην προσπάθειά τους να πραγματώσουν αυτή τη σχέση, καθαρίζοντας την καρδιά τους όχι από «την αμαρτία» (όπως θα έλεγε η ενοχική δυτική σωτηριολογία) αλλά από τα πάθη, που τους εμποδίζουν να αγαπήσουν ολοκληρωτικά το Θεό και τον πλησίον τους, ακόμη και τον εχθρό τους.
Οι κληρικοί δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα της Εκκλησίας, ενώ κάθε χριστιανός, ακόμη κι ένα μικρό παιδί (αγόρι ή κορίτσι), μπορεί να είναι αυθεντικός φορέας της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς και κατοχυρώνεται θεσμικά να ελέγξει δημόσια ακόμη και μια πατριαρχική σύνοδο. Η ιδέα του ιερέα ή του επισκόπου ως «αντιπροσώπου» του Θεού είναι άγνωστη στην αρχαία και την ορθόδοξη Εκκλησία και μάλιστα άτοπη, γιατί αντιπρόσωπο χρειάζεται κάποιος, μόνο όταν είναι απών, ενώ ο Θεός είναι «πιο κοντά σε μας απ’ όσο είναι η καρδιά μας». Ο κληρικός έχει ως έργο να βοηθήσει τον άνθρωπο να πλησιάσει το Θεό αυτοπροσώπως, όχι μέσω του κληρικού. Κάθε άνθρωπος βέβαια πλησιάζει το Θεό «μέσω της Εκκλησίας», επειδή όμως η Εκκλησία είναι η κοινωνία αγάπης που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε εν Χριστώ κι όχι ένας θεσμός, φορέας ή υπηρεσία, που παίζει το ρόλο του μεσάζοντα. Εκτός Εκκλησίας, πολύ απλά, ο άνθρωπος μένει μόνος (3).
Γι’ αυτό και ένας ορθόδοξος χριστιανός, ενώ θεωρεί αυτονόητο ότι ο κλήρος και το κράτος έχουν διαφορετικούς ρόλους («άλλοι οι όροι της βασιλείας, άλλοι οι όροι της ιεροσύνης», κατά την περίφημη ρήση του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου – οι πολιτικοί άρχοντες δεν είναι αυτόματα και κληρικοί, οι δε κληρικοί δεν είναι σωστό να γίνονται πολιτικοί άρχοντες), θεωρεί αδιανόητη κάθε σκέψη για «διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους», γιατί κάτι τέτοιο στη συνείδησή του ισοδυναμεί με διαχωρισμό του κράτους από αυτόν τον ίδιο (αφού αυτός και οι αδελφοί του συνιστούν την Εκκλησία), δηλαδή με υποβιβασμό του σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας ή σε «άπολιν».
Από την άλλη, ο δυτικός μελετητής ως «χριστιανικό κράτος» γνωρίζει ένα θρησκόληπτο κράτος, που καπηλεύεται τη χριστιανική πίστη, για να τη χρησιμοποιήσει ως συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, ως μέσο επιβολής μιας κεντρικής εξουσίας (χρησιμοποιώντας τις θρησκευτικές διαφορές ως πρόσχημα για πολιτικούς διωγμούς) ή ως διπλωματικό όπλο κατάλληλο για διεθνείς χειρισμούς. Κατανοώντας το έτσι, είναι φυσικό να απαξιώνει την ιδέα του χριστιανικού κράτους: σκέφτεται αμέσως ιεροεξεταστές, σταυροφόρους, αποικιοκράτες και Ταλιμπάν.
Αντίθετα, ο ορθόδοξος μελετητής θεωρεί χριστιανικό ένα κράτος που εμπνέεται από το αυθεντικό χριστιανικό ήθος, το οποίο συνδυάζει τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία: δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, ταπεινότητα και αυτοθυσία για χάρη του πλησίον.
Ένα τέτοιο κράτος ποτέ δε θα καταδιώξει τους αλλόθρησκους και τους αιρετικούς, εκτός φυσικά αν διαπράττουν πραγματικά εγκλήματα, δηλαδή βιαιοπραγούν, καταπιέζουν ή εκμεταλλεύονται αδύναμες κοινωνικές ομάδες κ.τ.λ. (πράξεις ποινικά κολάσιμες και όταν διαπράττονται από χριστιανούς φυσικά). Ένα τέτοιο κράτος επίσης δε θα ενδώσει στον πειρασμό της αλαζονείας της εξουσίας, ούτε και θα υποκύψει σε διεθνείς πιέσεις για τη διάπραξη ή τη συγκάλυψη αδικιών (σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο), γιατί θα διαθέτει το πνεύμα του μάρτυρα. Ένα τέτοιο κράτος δε θα αδικήσει το μικρομεσαίο, δε θα διαφθαρεί ούτε θα συνάψει ιδιοτελείς συμφωνίες με κύκλους ύποπτων συμφερόντων, ενώ θα αντιμετωπίσει με πνεύμα δικαιοσύνης (χωρίς ακρότητες, π.χ. ακρωτηριασμούς και εκτελέσεις) τα όποια στελέχη του διαφθαρούν, όσο υψηλά κι αν είναι.
Ένα τέτοιο κράτος θα μπορούσε να διεκδικήσει δυναμικά και την «εκκλησιαστική περιουσία», ολόκληρη μάλιστα, για χάρη του λαού του. Όμως ένα «κοσμικό κράτος», και μάλιστα «διαχωρισμένο από την Εκκλησία», δύσκολα νομιμοποιείται να κάνει κάτι τέτοιο – μη χριστιανοί δε μπορούν να πάρουν την περιουσία χριστιανών, παρά μόνο με το αυθαίρετο «δικαίωμα του ισχυρότερου».
Ένα τέτοιο κράτος θα μπορούσε να υπάρξει κάπου για λίγα χρόνια (όσο θα διαρκούσε η δράση ενός ή μιας ομάδας πολιτικών, εμπνεόμενων από αυτό το ήθος), αλλά είναι αδύνατο να επικρατήσει «για πάντα», για το λόγο που αναφέραμε παραπάνω.
Χριστιανική και ουμανιστική ηθική
Ενώ είναι αυτονόητο, όπως είπαμε, ότι η θεσμική Εκκλησία πρέπει να μην εμπλέκεται στη δημόσια ζωή, ωστόσο για τον ορθόδοξο χριστιανό είναι εξίσου αυτονόητο ότι η ορθόδοξη πνευματική παράδοση και κληρονομιά, ως φορέας υψηλού ήθους, οφείλει να επηρεάζει καθοριστικά τη δημόσια ζωή, όχι βέβαια νοθεύοντάς την με δεισιδαιμονίες και φανατισμό (αυτά δεν είναι στοιχεία του αυθεντικού χριστιανικού ήθους), αλλά βοηθώντας την να παραμένει ακμαία και υγιής. Οι χριστιανοί, κατά την περίφημη φράση της Επιστολής προς Διόγνητον «υπακούνε στους νόμους, αλλά με τη ζωή τους υπερβαίνουν τους νόμους» («νικώσι τους νόμους») και «είναι για την κοινωνία ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα».
Η ιδεατή αυτή εικόνα απέχει από τη σχεδόν γενικευμένη παρακμή της πρώην χριστιανικής κοινωνίας της πατρίδας μας (αν και πολλούς ειλικρινείς χριστιανούς, ιερείς και λαϊκούς, βρίσκεις και στις μέρες μας, τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και παγκόσμια), όμως η ανακάλυψη, επανεκτίμηση και αξιοποίηση του υγιούς χριστιανικού ήθους, που κρύβεται στις ρίζες του πολιτισμού μας, δεν παύει να αποτελεί αίτημα των καιρών – για την ακρίβεια, αυτό συνιστά το αληθινό αίτημα των καιρών σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι η «αποθρησκειοποίηση», δηλ. «αποχριστιανοποίηση», των κοινωνιών και των κρατών του ευρωπαϊκού και του δυτικού κόσμου γενικότερα.
Στην Καινή Διαθήκη και τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, εκτός από διδαχές για την προσωπική ηθική βελτίωση των ανθρώπων (στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό και για ιδιώτες και για πολιτικούς), βρίσκουμε και σημαντικές τοποθετήσεις πολιτικού ήθους. Για παράδειγμα:
Όταν δύο μαθητές του Ιησού του ζήτησαν «πρωτοκαθεδρία» (να έχουν την πρώτη θέση στη βασιλεία του, την οποία φυσικά δεν κατανοούσαν), οι υπόλοιποι παραπονέθηκαν εναντίον τους. Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Βλέπετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα κατακυριεύουν και οι μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν. Όμως σε σας να μη γίνεται έτσι, αλλά όποιος θέλει να γίνει μέγας ανάμεσά σας, να είναι υπηρέτης σας, και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας να είναι δούλος σας, όπως ο υιός του ανθρώπου [δηλ. ο ίδιος ο Ιησούς] δεν ήρθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να διαθέσει την ψυχή του για τη λύτρωση πολλών» (Ματθ. 20, 25-28).
Ιδού λοιπόν το χριστιανικό μέτρο και κριτήριο του σωστού πολιτικού ήθους: να υπηρετείς και όχι να υπηρετείσαι. Πρόκειται για το παράδειγμα της αντιστροφής της κοινωνικής πυραμίδας, που αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ: στο χριστιανισμό η κορυφή της πυραμίδας (ο βασιλιάς, ο Ιησούς Χριστός) βρίσκεται προς τα κάτω, γιατί όσο πιο κοντά στην κορυφή της είσαι τόσο περισσότερους στηρίζεις – δεν τους εξουσιάζεις, αλλά τους υπηρετείς (4). Εννοείται ότι ο Κύριος στηρίζει τους πάντες και από αυτό ο καθένας, ανάλογα πόσο κοντά είναι στον Κύριο (που είναι συγχρόνως κορυφή και θεμέλιο), παίρνει τη δυνατότητα να στηρίζει άλλους.
Ας σημειώσουμε και τη διάκριση που κάνει ο Ιησούς ανάμεσα στους «άρχοντες» (τους πολιτικούς κυβερνήτες) και τους «μεγάλους», που προφανώς είναι οι ισχυροί του πλούτου.
Επίσης στην περίφημη ερώτηση-παγίδα αν πρέπει οι υπόδουλοι Ιουδαίοι να πληρώνουν φόρο στον καίσαρα, ο Ιησούς απάντησε: «απόδοτε ουν τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21). Η απάντηση αυτή θέτει το όριο των δικαιωμάτων της πολιτικής εξουσίας επί του λαού (5). Ο «καίσαρας» (όπως κι αν ονομάζεται) δεν έχει εξουσία να ζητήσει από τον πολίτη αυτά που δεν ανήκουν στον καίσαρα, αλλά στο Θεό: την ηθική, την αξιοπρέπεια κ.τ.τ. Η ψυχή μου ανήκει στο Θεό, συνεπώς δεν είμαι υποχρεωμένος να υπακούσω πολιτικές διαταγές κάθε είδους, που θα βάλουν σε κίνδυνο τη σχέση της ψυχής μου με το Θεό. Δεν είμαι υποχρεωμένος να βασανίσω, να εξευτελίσω κ.τ.λ. έναν άνθρωπο, υπακούοντας σε διαταγές, αφού άλλωστε ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, συνεπώς ιερός. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κανένας απάνθρωπος ολοκληρωτισμός δεν είναι νόμιμος – ούτε φυσικά και ο καλυμμένος των πολυεθνικών.
Ας θυμηθούμε και την αρχή του κεφ. 2 από την Επιστολή του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, μέσα στην Καινή Διαθήκη (ενός από τα σημαντικότερα κείμενα χριστιανικού ήθους όλων των εποχών): προσέξτε, λέει ο άγιος, μην κάνετε διακρίσεις. Αν μπει στην συγκέντρωσή σας ένας άνθρωπος «χρυσοδακτύλιος εν εσθήτι λαμπρά» (με χρυσό δαχτυλίδι και πανάκριβα ρούχα) και ένας άλλος, «πτωχός εν ρυπαρά εσθήτι» (φτωχός με βρόμικα ρούχα) κι εσύ βάλεις τον πλούσιο σε καλή θέση και το φτωχό να κάτσει στα πόδια σου, έπεσες θύμα «διαλογισμών πονηρών», γιατί ο Θεός διάλεξε τους φτωχούς, που είναι πλούσιοι σε πίστη, και τους έκανε κληρονόμους της βασιλείας του. Μην έχεις λοιπόν «προσωποληψία» (μεροληψία).
Στο ίδιο κείμενο, κεφ. 5, ο άγιος Ιάκωβος εξαπολύει μύδρους ενάντια στους πλούσιους: «κλάψτε και φωνάξτε, γιατί ο πλούτος σας είναι σάπιος και θα γίνει φωτιά για σας στην κρίση του Θεού, αφού η κραυγή των εργατών που εκμεταλλεύεστε έχει φτάσει μέχρι τον ουρανό!». Ειλικρινά, λίγα κείμενα τόσο δυναμικά υπέρ της εργατικής τάξης πρέπει να έχουν γραφτεί στην παγκόσμια γραμματεία, πολύ περισσότερο κατά την αρχαιότητα.
Αν και θα μπορούσαμε να παραθέσουμε δεκάδες αποσπάσματα πατερικών έργων με σαφές πολιτικό νόημα ή πολιτικές προεκτάσεις (π.χ. τα μνημειώδη κηρύγματα του Χρυσοστόμου ενάντια στην κοινωνική αδικία), θα περιοριστώ σε ένα: αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΖ΄, 6-7. Είναι μια ομιλία που εκφωνήθηκε στην ΚΠολη ενώπιον του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου και πολλών αρχόντων, με αφορμή τη νομοθετική ανισότητα κατά των γυναικών. Εκεί ο άγιος λέει το περίφημο: «Δε δέχομαι τη νομοθεσία, δεν επαινώ τη συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η νομοθεσία είναι κατά των γυναικών». Και στη συνέχεια επιδίδεται σε μακρά επιχειρηματολογία, μέσα από την Αγία Γραφή, υπέρ της ισοτιμίας των δύο φύλων.
Εδώ, εκτός από το προφανές (τη θεολογική θεμελίωση της ισοτιμίας των φύλων και το αίτημα για ισονομία), ο άγιος θέτει άλλα δύο ζητήματα εξαιρετικής σοβαρότητας: α) Θεωρεί τους νόμους προϊόν των κοινωνικών συνθηκών και όχι περιβεβλημένους με «θεϊκή αυθεντία», συνεπώς κατοχυρώνει ως νόμιμη την αμφισβήτηση των νόμων (κάτι που η πολυβασανισμένη δύση «ανακάλυψε» μόλις περί το 17ο αιώνα). β) Θεωρεί αυτόματα άκυρο το νόμο που καταστρατηγεί τα δικαιώματα ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων (εν προκειμένω, των γυναικών). Θέτει δηλαδή, στην ουσία, θέμα συνταγματικότητας των νόμων! Μόνο που δεν ζητάει τη θέσπιση ενός «συντάγματος», γιατί έχει ήδη το άριστο κριτήριο της νομιμότητας: το ευαγγέλιο, στο οποίο κατοχυρώνεται με τον καλύτερο τρόπο η ισοτιμία, αλλά και η αξία, όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα όχι μόνο από φυλή και θρησκεία (βλ. π.χ. την παραβολή του καλού Σαμαρείτη), αλλά και από το ήθος τους (βλ. την παραβολή του ασώτου, το αίτημα για συγχώρηση των εχθρών και γενικά τη στάση του Ιησού απέναντι στους αμαρτωλούς)!
Αυτά και πολλά άλλα κάνουν εμένα, τον ορθόδοξο χριστιανό, να ονειρεύομαι πώς θα ήταν να κυβερνηθεί η πατρίδα μου με τέτοιο ήθος. Αυτό είναι το χριστιανικό κράτος και, αν υπήρχε, η κοινωνία, στο μέτρο του δυνατού, θα γινόταν παράδεισος.
Αντίθετα, το «κοσμικό κράτος», που έχει άξονα το νεώτερο ουμανιστικό ήθος, δε μου εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Ενώ το χριστιανικό ήθος είναι σαφές («αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν») και –παρά τη γνωστή πλέον σχέση του καπιταλισμού με την προτεσταντική ηθική– έχει απάντηση και για τον καπιταλισμό («μη θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, αλλά στον ουρανό, γιατί όπου είναι ο θησαυρός σου εκεί είναι και η καρδιά σου», Ματθ. 6, 19-21), αντίθετα το ουμανιστικό ήθος μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να είναι αλτρουιστικό (με προτεραιότητα το όφελος του συνανθρώπου), ατομιστικό (με προτεραιότητα το δικό μου όφελος) ή ωφελιμιστικό (με προτεραιότητα το όφελος της πλειονότητας, έστω κι αν βλάπτονται λιγότεροι). Ποια λοιπόν εκδοχή του εκφράζει το ήθος του «κοσμικού κράτους»;
Το ωφελιμιστικό ήθος, κατά μία άποψη «ορθολογικότερο», παραβλέπει τον καθ’ έκαστον άνθρωπο ως μοναδικότητα και ενδιαφέρεται για «τον άνθρωπο» ως ιδέα – αλλιώς δε θα ανεχόταν ζημία σε βάρος κανενός, οι δε κυβερνώντες θα θυσίαζαν τον εαυτό τους και θα συνέπασχαν με τους ασθενέστερους. Το ήθος αυτό είναι αντίθετο με το χριστιανισμό και στηλιτεύεται ήδη στην Καινή Διαθήκη. Η παραβολή του απολωλότος προβάτου (Ματθ. 18, 12-13) φανερώνει ότι για το χριστιανό κανείς άνθρωπος δεν περισσεύει («προσέξτε μην περιφρονήσετε ούτε ένα από αυτούς τους μικρούς, γιατί οι άγγελοί τους στον ουρανό βλέπουν το πρόσωπο του Πατέρα μου», Ματθ. 18, 10), ενώ ο ίδιος ο Χριστός οδηγήθηκε στο σταυρό από την απόλυτα «ορθολογική» διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων (Καϊάφας: «συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού», Ιω. 11, 50).
Επιπλέον, το «κοσμικό κράτος» δεν είναι «λαϊκό κράτος», ούτε «αυτόνομο» (όπως το φανταζόμαστε, ως αρνούμενο τη θεία προέλευση των θεσμών του). Το είδαμε, είναι η αστική δημοκρατία, απόλυτα υποδουλωμένη στους κεφαλαιοκράτες, ενάντια στην οποία αγωνίστηκαν ο Μαρξ και οι επίγονοί του, με τρόπο βέβαια που επίσης αποκλίνει από το χριστιανισμό – επειδή θεωρούν ότι το σύνολο υπερτερεί έναντι του προσώπου, γι’ αυτό και αποδέχονται την εκδίκηση κατά των εκμεταλλευτών. Είναι το κράτος που καλλιεργεί και θωπεύει την καταναλωτική βουλιμία μας, προς όφελος των πολυεθνικών. Απολυτοποιεί τα οφέλη της βιομηχανικής επανάστασης, αποκρύπτοντας ότι βασίστηκε στην εκμετάλλευση των βιομηχανικών εργατών, στην αποικιοκρατία κ.τ.λ., και σήμερα είναι ένα κράτος αιχμάλωτο των πολυεθνικών. Δε διαθέτει καμιά στέρεη ηθική και φιλοσοφική βάση, που θα μπορούσε να οδηγήσει τους άρχοντές μας να προτιμήσουν το μαρτύριο από την προδοσία του λαού τους, να προτιμήσουν τον ασκητικό αγώνα για την κάθαρση της καρδιάς από τους γοητευτικούς πειρασμούς της αλαζονείας και της ιδιοτέλειας. Οι πολίτες που διαμορφώνει είναι – είμαστε – καταναλωτές με αμβλυμμένες συνειδήσεις, που χωρίς τύψεις (ή με υποκριτικές τύψεις, λόγω δειλίας) καταναλώνουμε περιττά αγαθά, ξέροντας ότι για την παραγωγή τους οι πολυεθνικές εκμεταλλεύονται λαούς ολόκληρους (επαναλαμβάνεται δηλαδή το έγκλημα της θεμελίωσης της δικής μας ευμάρειας στη μάζα από τα οστά της εργατικής τάξης, όπως έγινε κατά τη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα). Η Ελλάδα, παρά την πάλη της με την ορθόδοξη παράδοση, που κράτησε από την εποχή της Αντιβασιλείας, και παρά τα ψήγματα τυπικής τιμής στην ορθόδοξη κληρονομιά που έχουν απομείνει στη δημόσια ζωή, αποκαλύπτεται επιτέλους ως ένα τέτοιο κράτος.
Όχι, ως ορθόδοξος χριστιανός (έχοντας στην παράδοσή μου αγίους που αρνήθηκαν τον πλούτο και τις υψηλές θέσεις τους, ελαχιστοποίησαν τις ανάγκες τους και θυσίασαν τα πάντα για τον πλησίον), αδυνατώ να εμπιστευτώ αυτό το κράτος, όπως αδυνατώ να αποδεχτώ ως θετικό στοιχείο της σύγχρονης ζωής τα αγαθά και τις ανέσεις που μου προσφέρουν οι μεγάλες εταιρίες, αφού ξέρω πλέον, χάρη στους αγωνιστές δημοσιογράφους, ότι προέρχονται από την άνομη και ανήθικη θυσία εκατομμυρίων συνανθρώπων μου σε Αφρική και Ασία.
Στην ιστορία του δυτικού κόσμου υπάρχουν φωτεινές προσωπικότητες, που όμως, ως ορθόδοξος (δηλ. χριστιανός της αρχαίας παράδοσης), αναγνωρίζω ότι πραγμάτωσαν το υψηλότερο χριστιανικό ιδεώδες: θυσιάστηκαν για το συνάνθρωπο. Κάποιοι από αυτούς ήταν και ευθέως επηρεασμένοι από το χριστιανισμό, όπως ο Α. Σβάιτσερ, ο Μ. Λ. Κινγκ ή ο Ερρίκος Ντυνάν, που συνεχίζουν την παράδοση των αγίων μας, όπως οι Μ. Βασίλειος, Μ. Αντώνιος, Μακρίνα η Φιλόσοφος, Μελάνη η Ρωμαία, Φιλάρετος ο Ελεήμων, Φιλοθέη η Αθηναία, Ελισάβετ Θεοδώροβνα (νεομάρτυρας του 1918) κ.π.ά. Αλλά και οι αδελφοί μας εκτός του δυτικού κόσμου, που μας εμπνέουν και μας συγκινούν, όπως ο Μαχάτμα Γκάντι ή ο Ινδιάνος αρχηγός Σηατλ (με την πασίγνωστη πλέον επιστολή του προς τον πρόεδρο Φρανκλίνο Πηρς, όπου διακηρύσσει με αυτοθυσία την αρμονία ανθρώπου και φύσης), είναι τόσο αποδεκτοί, ακριβώς επειδή μοιάζουν με χριστιανούς. Στην πραγματικότητα, η ηθική που αποδέχεται ο δυτικός άνθρωπος (άσχετα αν την πραγματώνει και σε πιο βαθμό) είναι η χριστιανική ηθική, μόνο που για ιστορικούς λόγους έχει μεταμορφωθεί σε ουμανιστική, δηλαδή της έχει αφαιρεθεί κάθε αναφορά στο Θεό (6).
Στη δική μου παράδοση – της Ορθοδοξίας – υπάρχουν πολλοί άρχοντες που θυσιάστηκαν για το λαό τους και αυτοί είναι τα δικά μου πρότυπα. Κάποια από αυτά προέρχονται από τις ορθόδοξες ρίζες της δύσης, όμως ξεχάστηκαν στην πορεία, λόγω του ρήγματος με το ορθόδοξο παρελθόν που προκάλεσε το σχίσμα του 1054 και βάθυνε η προτεσταντική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Ελάχιστα από αυτά:
Ο άγιος Έντμουντ, βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, το 869 μ.Χ., αφού αντέταξε σθεναρή αλλά μάταιη αντίσταση, παραδόθηκε στους επιδρομείς Βίκινγκς, για να πάψει η αιματοχυσία και στους δύο στρατούς. Θανατώθηκε με βέλη, δεμένος σε ένα δέντρο, αρνούμενος να σώσει τη ζωή του εγκαταλείποντας το χριστιανισμό. Ο λαός της Αγγλίας τον τίμησε και τον τιμά ως άγιο και ήρωα και είναι ένας ορθόδοξος (δυτικοευρωπαϊκός μάλιστα) άγιος.
Οι άγιοι Ρώσοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, το 1015, αφέθηκαν να θανατωθούν από τον αδερφό τους Σβιατοπόλκο, για να μη θυσιάσουν τη ζωή των στρατιωτών τους βάζοντάς τους να πολεμήσουν για χάρη τους.
Το 1192 ο άγιος Κωνσταντίνος, ηγεμόνας του Μούρομ, στη Ρωσία, μετά την άμυνά του ενάντια σε μια βάρβαρη φυλή των ρωσικών δασών και ενώ τους πολιόρκησε και ήταν έτοιμος να τους νικήσει, σταμάτησε τον πόλεμο και τους πρόσφερε ειρήνη χωρίς όρους, παρακινημένος από τη χριστιανική του συνείδηση. Οι εχθροί του, δυσπιστώντας στην ειλικρίνειά του, ζήτησαν όμηρο ένα από τα παιδιά του ως εγγύηση. Ο μικρός γιος του, ο Μιχαήλ, εννέα ετών, βλέποντας τον πατέρα του να ξενυχτά προβληματισμένος, προσφέρθηκε ο ίδιος να πάει στο κάστρο των εχθρών. «Αυτό δεν έκανε κι ο Θεός;» είπε. «Ο Θεός Πατέρας πρόσφερε τον Υιό Του για να σωθούν οι άνθρωποι. Αυτό θα κάνουμε κι εμείς».
Όμως, ενώ κατευθυνόταν προς το κάστρο, κάτω από τα βλέμματα εχθρών και φίλων, ένας φανατικός ελεύθερος σκοπευτής τον σκότωσε με το τόξο του. Πάνω από το νεκρό σώμα του συμφιλιώθηκαν οι δύο παρατάξεις. Ο χριστιανικός ρωσικός λαός τον τίμησε αμέσως ως άγιο και μάρτυρα. Είναι ο άγιος Μιχαήλ του Μούρομ.
Έχω επίσης τον άγιο Βλαδίμηρο, πρώτο χριστιανό ηγεμόνα του Κιέβου, ο οποίος μετά τη βάφτισή του μετατράπηκε από βάρβαρο και άσωτο φύλαρχο σε φιλάνθρωπο και εγκρατή.
Τον άγιο Ιωάννη Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (13ος αι., εποχή λατινοκρατίας), που, εκτός από την υποδειγματική πολιτική του σε όλους τους τομείς (πρόνοια, οικονομία, τέχνες και γράμματα, διπλωματία, αγώνας κατά των κατακτητών) και την ανιδιοτελή αφοσίωσή του στην υπηρεσία του κράτους (δεν αμειβόταν από το δημόσιο ταμείο, αλλά ζούσε από την εργασία του ως γεωργού), χάρισε τη ζωή στους υπεύθυνους της συνομωσίας εναντίον του, αφήνοντάς τους και ελεύθερους σταδιακά! (7)
Έχω επίσης αναρίθμητους αγίους που αντιστάθηκαν στην εξουσία μέχρι θανάτου, όπως οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μάξιμος Ομολογητής, Φίλιππος, μητροπολίτης Μόσχας (θανατώθηκε από τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό, γιατί αντέδρασε δημόσια στην αιμοσταγή βασιλεία του) κ.π.ά. (οι γνώστες θα γνωρίζουν πολύ περισσότερους), καθώς και τα εκατομμύρια των μαρτύρων όλων των εποχών.
Πόσο αντιεπεκτατικό μήνυμα μας δίνει ο Ιωάννης Πατρίκιος, πρέσβης του Ιουστινιανού, λέγοντας στο Χοσρόη, το βασιλιά των Περσών: «Μολονότι είμαστε βέβαιοι για τη νίκη των όπλων μας, προτιμάμε να συνάψουμε ειρήνη, γιατί πιστεύουμε ότι ο νικητής ζει κάκιστα εξαιτίας των δακρύων που χύνουν οι ηττημένοι» (8).
Η αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, μια ευσεβής κοπέλα του 15ου αιώνα, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και εγκαταβίωσε σ’ ένα μοναστήρι, όπου, ενώ ήταν απλή μοναχή (όχι ηγουμένη), αναδείχτηκε σε μεγάλη πνευματική μητέρα του λαού. Όταν έκανε επέκταση στο μοναστήρι με τα τελευταία χρήματα που της είχαν απομείνει, ανακάλυψε ένα θησαυρό. Τότε παρακάλεσε το Θεό, αν της τον είχε στείλει ο διάβολος για να τη διαφθείρει, να τον πάρει από κοντά της. Κατά το βιογράφο της, ο θησαυρός έγινε κάρβουνο. Άσχετα αν πιστεύετε (όπως εγώ) ή όχι ότι το περιστατικό συνέβη στ’ αλήθεια, μήπως θα ’πρεπε να την ανακηρύξουμε προστάτιδα αγία του Χρηματιστηρίου;
Η άποψη για την αλήθεια
Ακόμη κι αν διαθέτουμε όμως τέτοια μεγέθη στην παράδοσή μας, ως ορθόδοξοι χριστιανοί, γιατί να απαξιώνουμε το κοσμικό κράτος και να νοσταλγούμε μια παρωχημένη κρατική μορφή (και μάλιστα ουτοπική), συγκεκριμένα το χριστιανικό κράτος; Το κοσμικό κράτος, όταν λειτουργεί σωστά, δεν πραγματώνει τα πιο θετικά στοιχεία του χριστιανικού κράτους, απαλλαγμένο από όλα τα αρνητικά στοιχεία του (φονταμενταλισμό, δεισιδαιμονία κ.τ.λ.);
Απαντώ όχι, γιατί το κοσμικό κράτος στην πραγματικότητα δεν είναι «θρησκευτικά ουδέτερο», αλλά αθεϊστικό. Στόχος του είναι ο εξοβελισμός της θρησκείας από την κοινωνική ζωή, πράγμα που ισοδυναμεί με φίμωση του θρησκευτικού λόγου και υποταγή κάθε σχετικής δημόσιας συζήτησης σε μια «επιστημονικά ορθόδοξη» θεωρία για την αποκλειστικά ψυχολογική και πολιτισμική προέλευση και ερμηνεία της θρησκείας (γενικώς). Αυτό όμως στερεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από τη δυνατότητα γνωριμίας με την ορθοδοξία (ακόμη και τους ορθόδοξους ή τα παιδιά τους, που θεωρούνται εξ ορισμού «άθρησκα», άρα, αν τα κατηχήσεις, «τα προσηλυτίζεις»), συνεπώς θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την αιώνια σωτηρία των ανθρώπων.
Ο στόχος αυτός βασίζεται στην πεποίθηση του νεώτερου δυτικού ανθρώπου (ή, ακριβέστερα, μιας κυρίαρχης μερίδας επιστημόνων και διανοητών, που φυσικά επηρεάζουν την κοινή γνώμη) ότι οι θρησκείες δεν είναι παρά προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού και τα δόγματά τους είναι απλώς διανοητικά κατασκευάσματα, χωρίς κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Τέτοια είναι τα δόγματα των ιστορικών εκτροπών του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν στη δύση. Όμως εμείς ισχυριζόμαστε ότι τα δόγματα της αρχαίας Εκκλησίας (και της ορθόδοξης, που είναι η ιστορική συνέχεια της αρχαίας) είναι η λεκτική διατύπωση της άρρητης γνώσης που αποκτά για το Θεό ο άνθρωπος, καθώς ενώνεται με Αυτόν.
Επειδή όμως ο δυτικός άνθρωπος ως επιστήμη αναγνωρίζει μόνο τη δυτική επιστήμη και ως θεολογία γνωρίζει μόνο τη δυτικού τύπου ακαδημαϊκή θεολογία (στην πραγματικότητα, κλάδο της φιλολογίας) και όχι τη θεολογία ως όραση του Θεού (θεοπτία) και ένωση με Αυτόν, σκανδαλίζεται όταν πληροφορείται ότι δεν υπάρχουν δόγματα, με την έννοια που νομίζει, αλλά εμπειρία προσεκτικά επαληθευμένη, που οδηγεί στη γνώση του Θεού και όχι σε μια τυφλή «πίστη». Κάθε τέτοια καταγεγραμμένη μαρτυρία, όσο σημαντική κι αν είναι, την ανάγει σε ψυχοπαθολογία ή, αν δεν ταιριάζει σε κλινικές ερμηνείες, την τιτλοφορεί «μύθευμα».
Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο ζήτημα, που απαιτεί ειδικό άρθρο (9). Πρέπει όμως να τονίσω ότι το αξιακό σύστημα του δυτικού κοσμικού κράτους, που αφήνει τον άνθρωπο μόνο (χωρίς Θεό), ανάγοντας σε σημαντικότερα αιτήματα την ποιότητα ζωής, την οικολογική ισορροπία, την ψυχική και σωματική υγεία και την καταναλωτική αφθονία, ουσιαστικά καταργεί ένα άλλο αίτημα, πολύ σημαντικότερο: το αίτημα της αγιότητας (ένωσης με το Θεό, θέωσης, ή –όπως λέμε κοινώς– σωτηρίας).
Ο δυτικός άνθρωπος, επειδή ο χριστιανισμός που γνωρίζει έχει εκτραπεί ανεπανόρθωτα εδώ και χίλια χρόνια, είναι δικαιολογημένος να διαθέτει τέτοια οπτική. Οι Έλληνες όμως, που είμαστε ακόμη ορθόδοξοι και στον ιστορικό μας χώρο ακόμη και σήμερα αναδεικνύονται άγιοι, είναι τραγικό να βρισκόμαστε σε τέτοια πνευματική αφασία, ώστε να απεμπολούμε τα κριτήρια και τις αξίες της δικής μας πνευματικής παράδοσης και να υιοθετούμε έξωθεν. Αυτό, εκτός από τον ουσιαστικό κίνδυνο της σωτηρίας του ανθρώπου που εγείρει, αντιστρατεύεται και την ίδια την πολιτισμική μας παράδοση, που (ό,τι κι αν λένε κάποιοι, ορμώμενοι από τις ιδεολογικές προϋποθέσεις τους) είναι συνυφασμένη με την ορθοδοξία. Η ορθοδοξία εξάλλου δεν είναι μια παράδοση μίσους και φανατισμού, εθνικιστικού ή άλλου (απορρίπτονται όλες οι σχετικές εκτροπές της), αλλά πανανθρώπινης αγάπης.
Άλλα ζητήματα
Το ζήτημα που ανοίξαμε προκαλεί επιμέρους ζητήματα, όπως ποια θα ήταν η στάση ενός «χριστιανικού κράτους» για την παιδεία (και μάλιστα τη «θρησκευτική εκπαίδευση»), τη διαφήμιση, το Διαδίκτυο, την ελευθερία της έκφρασης (στην τέχνη και τη δημοσιογραφία), την πορνογραφία κ.λ.π.; Ποια θα ήταν η θέση του απέναντι στους άθεους όλων των αποχρώσεων και στις «άλλες θρησκείες», εκτός της ορθοδοξίας, ιδίως σε όσες θεωρούνται (ή είναι) ακραίες, όπως το Ισλάμ (λόγω του ιερού πολέμου και της ανόδου του ισλαμικού εξτρεμισμού), με το οποίο πλέον συνυπάρχουμε, ή οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» (λόγω της άρνησης της μετάγγισης αίματος και της «αποκοπής», δηλ. του απόλυτου κοινωνικού και οικογενειακού εξοστρακισμού των μελών τους που αλλάζουν θρήσκευμα); Μήπως θα πρόκειται για ένα καλυμμένο ή απροκάλυπτο φασισμό;
Φυσικά, κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στο όντως χριστιανικό κράτος, που ονειρεύομαι εδώ. Αντιστοιχεί στο θρησκόληπτο, δήθεν «χριστιανικό» κράτος, που έχουμε δει στο παρελθόν να σαρκώνεται και στη χώρα μας και αλλού. Ένα τέτοιο ψευδοχριστιανικό κράτος έχει –και σαφώς πρέπει να έχει– τους ελεγκτές του: είναι οι άνθρωποι του πνεύματος από όλους τους τομείς του πολιτισμού (δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, επιστήμονες, φιλόσοφοι), καθώς και οι άγιοι και οι ίδιοι οι ορθόδοξοι θεολόγοι και τελικά ο χριστιανικός λαός, που θεσμικά συνιστά τον κριτή ακόμη και των οικουμενικών συνόδων: «Ο φύλαξ της Ορθοδοξίας το σώμα της Εκκλησίας, τουτέστιν ο λαός αυτός εστί» (εγκύκλιος των ορθοδόξων πατριαρχών του 1848).
Το κράτος είναι χριστιανικό, ακριβώς στο βαθμό που σέβεται τους ανθρώπους, την ελευθερία τους να εκφράζονται και το δικαίωμά τους να διαμορφώνουν τη ζωή τους όπως θέλουν. Σέβεται επίσης και τις θρησκείες: στην ΚΠολη (μια χριστιανική πόλη, τηρουμένων των αναλογιών) λειτουργούσε και τζαμί για τους μουσουλμάνους που έρχονταν στην πόλη, ενώ δε σταμάτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου η αντιγραφή και η διδασκαλία του «ειδωλολατρικότατου» Ομήρου και των άλλων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Αντίθετα, καθόσον γνωρίζω, στα βυζαντινά σχολεία δεν υπήρχε μάθημα Θρησκευτικών, γιατί γνώριζαν οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας (πρόγονοί μας και πνευματικά και φυλετικά – όπως και πρόγονοι πολλών βαλκανικών και ασιατικών λαών που ήταν κάτοικοι της αυτοκρατορίας) ότι η θρησκεία διδάσκεται στην οικογένεια και την ενορία, όχι στο σχολείο.
Μόνο που, πρέπει να το τονίσω, στη σημερινή κοινωνία η οικογένεια και η ενορία βρίσκονται σε σύγχυση και θα πρέπει να προστατευτούν (ιδίως η πρώτη) από αυτούς και αυτά που τους έχουν ρίξει νοκ-άουτ.
Θα σταματήσω εδώ, προσθέτοντας μόνον, αντί για επίλογο, ότι ο δυτικός άνθρωπος (και ο Έλληνας, που καλπάζει καμαρώνοντας προς τον ηθελημένο εκδυτικισμό του) έχει περάσει πλέον στο τρίτο στάδιο του αθεϊσμού (όπως τα απαριθμεί ο γνωστός Γάλλος ορθόδοξος θεολόγος Ολιβιέ Κλεμάν), στη γένεση μιας νέας δεισιδαιμονίας, για την κάλυψη του κενού που άφησε η εξορία του Θεού. Έτσι, ο ινδουιστικός και βουδιστικός μυστικισμός έχει εισβάλει στη ζωή του με προσωπείο «επιστήμης της αυτοβελτίωσης», ενώ αγνοείται η αντίστοιχη παράδοση που διαθέτει η (ορθόδοξη) ανατολική Ευρώπη και η Ελλάδα μέχρι και σήμερα, η δε δύση διέθετε κατά τα πρώτα χίλια χρόνια χριστιανισμού, όταν ήταν ακόμη ορθόδοξη (10).
Ειδοποιός διαφορά: ο μυστικισμός της Άπω Ανατολής αναζητά την πνευματική πρόοδο στην ανάπτυξη «εσωτερικών δυνάμεων» που αφήνουν τον άνθρωπο μόνο (γι’ αυτό και ταιριάζουν στον απομονωμένο δυτικό άνθρωπο), ενώ ο ορθόδοξος δρόμος τον οδηγεί στην πνευματική πρόοδο μέσω της σχέσης του προς το Θεό (θέωση), άρα τον βγάζει από το ατομιστικό κέλυφός του.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι πολιτικό, όμως ο εξοβελισμός της θρησκείας από την κοινωνική ζωή είναι πολιτικό ζήτημα και η εισβολή του ινδουιστικού και βουδιστικού μυστικισμού από την κερκόπορτα αποτελεί μία από τις άμεσες συνέπειές του.
Σημειώσεις
(1) Η Μεταρρύθμιση δεν ήταν τόσο φωτεινή περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας όσο συνήθως φανταζόμαστε. Η υπερβολική επίδραση της Παλαιάς Διαθήκης προκάλεσε στους πιστούς ενοχικά σύνδρομα κατά της αμαρτίας, που κατά καιρούς έφτασαν το όριο της ψυχικής διαταραχής. Προϊόν αυτής της νέας εκτροπής του χριστιανισμού ήταν ο προτεσταντικός ηθικισμός και ευσεβισμός. Σημειωτέον ότι στη δική μας παράδοση η Π.Δ. ερμηνεύεται μόνον υπό το φως της Καινής.
(2) Βλ. αρχμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί Προσευχής, έκδ. ιεράς μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1994, σελ. 97-98.
(3) Και η αίρεση βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, καθώς διδάσκει ένα «άλλο δρόμο» και όχι το σωστικό και θεραπευτικό δρόμο που οδηγεί στην ενότητα με το Θεό, που είναι και ενότητα όλων των ανθρώπων και των άλλων πλασμάτων, και αυτό φαίνεται καθαρά στα ιστορικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο δυτικός άνθρωπος από το μεσαίωνα και εντεύθεν.
(4) Βλ. αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, έκδ. ιεράς μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003, σελ. 301-302 (και σχετικό άρθρο του Αμερικανού ορθόδοξου ιερέα π. Στέφεν Φρήμαν Grace and “the Inverted Pyramid”).
(5) Τη σκέψη έχω αντλήσει από δοκίμιο του Νίκου Ψαρουδάκη στη σειρά Θέματα χριστιανομαρξιστικού διαλόγου.
(6) Βλ., του γράφοντος, «Το χριστιανικό υπόβαθρο μη θρησκευτικών όψεων του σύγχρονου πολιτισμού», εδώ, και «Οι άγιοι αναρχικοί».
(7) Πρόκειται για τον Ανδρόνικο Νεοστόγγο και ομάδα αριστοκρατών (βλ. Ιωάννου Σαρσάκη, Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, ο άγιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 68-69). Αντίθετα, ο Βατάτζης επέτρεψε να υποβληθούν κατά το νόμο στην ποινή της τύφλωσης οι συγγενείς του άρχοντες Αλέξιος και Ισαάκιος Λάσκαρις, που ήταν προδότες της πατρίδας (αρχηγοί του στρατού των Λατίνων κατακτητών) και όχι προσωπικοί του εχθροί.
(8) «Οίμαι τον νενικηκότα κάκιστα ζειν εξ ων δακρύουσιν έτεροι». Το παράθεμα από το βιβλίο της κας Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο, Ελληνικά Γράμματα 2009, σελ. 250. Εκεί και παράθεμα από την επιστολή του αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, όπου στηλιτεύει το θεσμό της δουλείας λέγοντας: «Ο Θεός μάς αποκαλεί υιούς Του κι εμείς τολμάμε να υποβιβάζουμε τους αδελφούς μας σε τάξη δούλων». Ο Μανουήλ Κομνηνός κατάργησε νομοθετικά το θεσμό της δουλείας (12ος αι.). Για άλλες πατερικές τοποθετήσεις κατά της δουλείας και μια συνολικότερη χριστιανική θεώρηση, βλ. του γράφοντος «Αγάπη, ελευθερία και δουλεία στον απόστολο Παύλο», εδώ.
(9) Βλ., του γράφοντος, «Νευροθεολογία – ορθόδοξο πνευματικό βίωμα και εγκέφαλος», περιοδικό Τρίτο Μάτι, τ. 169, Μάρτιος 2009 (όρα εδώ).
(10) Ενδιαφέρουσες οι μελέτες της ορθόδοξης πνευματικότητας σε σύγκριση με την αντίστοιχη της Άπω Ανατολής από τον καθηγητή του πανεπιστημίου του Μέιν Κυριάκο Μαρκίδη, που κυκλοφορούν και στην Ελλάδα από τις εκδ. Διόπτρα, Το όρος της Σιωπής, Δώρα της ερήμου και Ταξίδι με τον λέοντα (για να μην αναφερθώ βεβαίως στα βιβλία του Κλάους Κένεθ και στο περίφημο Η Ορθοδοξία και η Θρησκεία του Μέλλοντος του π. Σεραφείμ Ρόουζ).