Παρασκευή, 06 Δεκεμβρίου 2024

banner280 140

Οικογένεια: Ένα απλό όνειρο (Β΄)

Κοινοποίηση
Συντάκτης  Μαρ 21, 2022

 

Παράρτημα 1: Για την εργασία των γυναικών

 Αν κάποιος έχει απορία για την άποψή μου σχετικά με την εργασία των γυναικών (μήπως δηλαδή θα ήθελα τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι, να γεννάει και να μεγαλώνει παιδιά και να υπηρετεί τον άντρα της και τους γιους της), έχω να πω τούτα:

Α) Στον πολιτισμό μας, η εργαζόμενη γυναίκα ήταν ίσως ο κανόνας. Η αγρότισσα εργαζόταν πάντα και είχε μαζί της τα παιδιά της από πολύ μικρά. Στη φτωχολογιά, συχνά η γυναίκα εργαζόταν – είτε «ξενοδούλευε» ως πλύστρα, καθαρίστρια, μαγείρισσα, υπηρέτρια, γκουβερνάντα (και θερίστρα ή μαζώχτρα στην ύπαιθρο), είτε ήταν τεχνίτρια, όπως ράφτρα.  Τη φουρνάρισσα τη βλέπουμε πάντα στο φούρνο, πιθανόν μαζί με τον άντρα της. Πολύ περισσότερο, αν χήρευε, γινόταν «και άντρας και γυναίκα» και επωμιζόταν όλες τις δουλειές. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε αν ο σύζυγός της έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, επειδή ήταν ναυτικός, βοσκός ή μετανάστης (ή στρατιώτης σε πόλεμο).

Η εργαζόμενη γυναίκα λοιπόν δεν είναι κάτι καινούργιο ή αντίθετο προς τον πολιτισμό και την παράδοσή μας. Ωστόσο αυτή η γυναίκα ήταν αδικημένη από την ανδροκρατική κοινωνία, γιατί μπορεί να ήταν δυστυχισμένη δίπλα σ’ έναν άξεστο ή βίαιο σύζυγο (ή μέθυσο ή χαρτοπαίχτη κ.λ.π.) και συγχρόνως ο νόμος δεν την αναγνώριζε ως εργαζόμενη. Τα έσοδα από τις οικογενειακές εργασίες δεν εθεωρούντο αυτοδίκαια και δικά της και πιθανόν δεν είχε καθόλου περιουσιακά στοιχεία «στο όνομά της». Επιπλέον, εκτός από τις εξωτερικές εργασίες, επιβαρυνόταν αποκλειστικά κι από το νοικοκυριό και τη φροντίδα των παιδιών (εκτός αν οι κόρες της τη βοηθούσαν, καθώς άρχιζαν να μεγαλώνουν), γι’ αυτό οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες της ήταν διπλάσιες από των ανδρών, που μόλις επέστρεφαν από τη δουλειά τους ξεκουράζονταν ή το ’σκαγαν για το καφενείο. Εξ ου και η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη (ο κεντρικός χαρακτήρας της Φόνισσας), που σκότωνε μικρά κορίτσια για να μη δυστυχήσουν, όπως εκείνη.

Και στα αστικά κέντρα, ως υπάλληλος, η γυναίκα ήταν πάρα πολύ συχνά θύμα διακρίσεων ως προς την επαγγελματική εξέλιξη και τις αποδοχές, αλλά και θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Αυτή λοιπόν η ανδροκρατική κοινωνία, που ώς ένα βαθμό επιβιώνει και σήμερα, χρειαζόταν οπωσδήποτε μεταρρύθμιση.

(Να πούμε εντός παρενθέσεως ότι στην επικράτηση της ανδροκρατίας μέσα στο φτωχό λαό συνέβαλαν οι επιτακτικές ανάγκες για σκληρή χειρωνακτική εργασία και άμυνα κατά των ποικίλων επιδρομέων, ενώ οι γυναίκες συχνά ασκούσαν μιαν άτυπη και ιδιότυπη μητριαρχία ως δυναμικές ώριμες μητέρες και – φευ – πεθερές. Όλα αυτά, όταν υπήρχε καλοσύνη, πραότητα και κατανόηση, λειτουργούσαν σωστά, αλλιώς μάλλον οδηγούσαν σε έναν φαύλο κύκλο αυτοεγκλωβισμού και τραχύτητας. Όσο για τους μεγιστάνες, γι’ αυτούς κατά κανόνα έτσι κι αλλιώς οι φτωχοί άνθρωποι ήταν αντικείμενα, οι μεν άντρες ως εργάτες, οι δε γυναίκες ως εργαλεία σεξουαλικής ευχαρίστησης – σημείωση: έτσι έχουν γίνει οι γυναίκες στη σημερινή βιομηχανία του θεάματος).

Η μεταρρύθμιση της ανδροκρατικής κοινωνίας, με το φεμινιστικό κίνημα και την υποτιθέμενη γυναικεία χειραφέτηση, έφερε νέες παρενέργειες, όπως η «ανδροποίηση» της γυναίκας, που μετατρέπεται πια σε γυναίκα καριέρας και δεν έχει βλέψεις για τίποτε άλλο, όπως «παραδοσιακά» συνέβαινε και συμβαίνει σε πολλούς άντρες. Τελικά, φοβάμαι ότι κερδισμένοι απ’ όλο αυτό είναι οι εργοδότες, είτε είναι άντρες είτε (ανδροποιημένες) γυναίκες. Αν δεν σας αρέσει η ιδέα ότι μια γυναίκα καριέρας είναι (ψυχολογικά και κοινωνικά) ανδροποιημένη, αντιπροτείνω ότι όλοι πλέον (άντρες και γυναίκες) είναι άφυλοι εργαζόμενοι, που διαθέτουν βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου τους, αλλά ψυχολογικά και κοινωνικά είναι ομοιόμορφοι εργάτες και καταναλωτές, όπως στο παράδειγμα της κυψέλης και της μυρμηγκοφωλιάς που προαναφέραμε.

Β) Η εργασία που πρόσφερε η γυναίκα ως νοικοκυρά και μητέρα δεν ήταν κατώτερη από την εξωτερική εργασία που κατά κανόνα έκανε ο άντρας. Φροντίζοντας όλα όσα χρειάζονταν για τη ζωή μέσα στο σπίτι και μεγαλώνοντας τα παιδιά της (όχι μόνον ως τροφός, αλλά και ως πρώτη και βασική παιδαγωγός τους), αυτή η νοικοκυρά και μητέρα γινόταν, όπως έλεγε η παροιμία, ο στύλος του σπιτιού της. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια υπάρχει για τη μητέρα και τα παιδιά, ενώ ο σύζυγος και πατέρας έχει υποστηρικτικό και βοηθητικό ρόλο. Αυτό το βλέπουμε σε πολλά ζώα και θα το βλέπαμε, τηρουμένων των αναλογιών, και στον άνθρωπο, αν οι ιστορικές συνθήκες από την αρχαιότητα δεν οδηγούσαν σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί αρρενωπότητας, ώστε ο άντρας να νομίζει πως είναι κυρίαρχος των πάντων.

Για να καταλήξω, θεωρώ εντελώς εσφαλμένη την ιδέα ότι μια νοικοκυρά δεν είναι εργαζόμενη ή «δεν προσφέρει στην κοινωνία», περισσότερα μάλιστα από μια υπάλληλο ή μια γυναίκα στέλεχος επιχείρησης. Υπάρχει όμως μια διαφορά: η νοικοκυρά γνωρίζει ότι οι προσπάθειές της στοχεύουν στην ωφέλεια και την ποιότητα ζωής κάποιων άλλων – της οικογένειάς της. Η εργαζόμενη στον ευρύτερο εργασιακό χώρο γυναίκα, σίγουρα εκτός εξαιρέσεων, θεωρεί ότι εργάζεται πρωτίστως για τον εαυτό της (το δικό της όφελος, τις επιθυμίες της, τα «όνειρά της», τα «θέλω της», όπως λένε πλέον οι διαφημιστές) και όχι για κάποιους άλλους, με τους οποίους είναι ουσιαστικά δεμένη. Το ίδιο ισχύει από παλιά και για τους άντρες, εκείνους που θεωρούσαν ότι σκοπός της εργασίας τους ήταν το δικό τους όφελος και ότι οι αποδοχές τους ήταν δικές τους και όχι πρωτίστως της οικογένειάς τους. Σήμερα πολύ περισσότερο οι άντρες θεωρούν ότι εργάζονται για τον εαυτό τους, στο βαθμό που δεν έχουν καν οικογένεια, αλλά το πολύ πολύ κάποια «σύντροφο».

Όπως είπα, σ’ αυτό υπάρχουν και εξαιρέσεις, αξιέπαινες μάλιστα. Παρατηρούμε όμως κάτι αντιφατικό… Μια γιατρός που εργάζεται με σκοπό να βοηθήσει τους συνανθρώπους της γίνεται αποδεκτή ως κάτι σπουδαίο, ενώ μια γυναίκα που εργάζεται μόνο ως μητέρα και νοικοκυρά για χάρη του συζύγου της και των παιδιών της θεωρείται κάτι μίζερο και αξιοθρήνητο. Ομοίως, μια γυναίκα που ζει μεγαλώνοντας τα παιδιά κάποιων άλλων ως γκουβερνάντα, είναι αποδεκτή, επειδή είναι επαγγελματίας, ενώ αν ζει μεγαλώνοντας παιδιά δικά της θεωρείται άνεργη και αντιμετωπίζεται ως περίπτωση που χρειάζεται κάποια «διόρθωση».

Η αντίφαση συνεχίζεται: ακούμε σε διαφημίσεις να προβάλλεται η νοστιμιά κάποιων έτοιμων γευμάτων με το χαρακτηρισμό «μαμαδίστικο φαγητό». Όμως οι μαμάδες που είχαν έτοιμο φρέσκο και ζεστό φαγητό για τα παιδιά τους όταν επέστρεφαν απ’ το σχολείο (συγγνώμη, και για τον άντρα τους όταν επέστρεφε από τη δουλειά) ήταν οι μη εργαζόμενες έξω από το σπίτι νοικοκυρές. Αν λοιπόν αυτό το «μαμαδίστικο φαγητό» αποτελούσε ποιότητα ζωής, ποια ποιότητα ζωής έχει το σημερινό παιδί, που ξυπνάει μόνο του σ’ ένα άδειο σπίτι (εκτός αν έχει αδέρφια), ετοιμάζεται και φεύγει για το σχολείο (συνήθως νηστικό, γιατί δεν έχει όρεξη για πρωινό) και όταν επιστρέψει, σε σπίτι που πιθανόν θα είναι πάλι άδειο, θα φάει χθεσινό φαγητό από το ψυγείο και θα δει τη μητέρα του «όταν» τη δει; Και αν ξυπνήσει εγκαίρως για το σχολείο και αν πάει από την πρώτη ώρα αντί να πάει για καφέ… Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που διαμορφώνει την αυριανή γενιά ενηλίκων «sans famille» (χωρίς οικογένεια – ο τίτλος του κλασικού μυθιστορήματος του Έκτορος Μαλό).

«Μένεις ακόμα με τους γονείς σου;» ακούμε στις αμερικάνικες ταινίες – κάτι σοκαριστικό. Ή ακούμε το αδιανόητο για τη δική μου γενιά, νέοι να παίρνουν χρήματα δανεικά απ’ τους γονείς τους και να θεωρούνται υποχρεωμένοι να τους τα επιστρέψουν! Για μένα είναι αυτονόητο πως ό,τι έχουν οι γονείς ανήκει εξίσου και στα παιδιά τους (ή μάλλον πρωτίστως στα παιδιά τους), αρκεί να μην ευνοούνται υπερβολικά κάποια από αυτά σε βάρος των αδελφών τους – και φυσικά να μη γίνονται θύματα εξευτελισμού και εκμετάλλευσης οι ηλικιωμένοι γονείς, από παιδιά που καρπώνονται τη σύνταξή τους π.χ. καταδικάζοντάς τους σε ανέχεια!...

Όλα αυτά, και άλλα που δεν θέλω να προσθέσω, είναι σημεία των καιρών, σημεία μιας κοινωνίας ανθρώπων μόνων, που «ζουν μεν μαζί, αλλά θα πεθάνουν μόνοι», μιας κυψέλης.

Γ) Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Προσοχή: η εργασία της γυναίκας έξω απ’ το σπίτι στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες άρχισε ως αίτημα χειραφέτησης, αλλά σήμερα είναι επιτακτική οικονομική ανάγκη, γιατί ακόμη και όταν υπάρχει οικογένεια με δύο συζύγους και παιδιά, ένας μισθός σπάνια επαρκεί για να τα βγάλουν πέρα.

Πλέον η γυναίκα είναι αρκετά χειραφετημένη: συχνά παθαίνει αλλεργία με την ιδέα ότι μπορεί να «έχει αποστολή» διαφορετική από το να είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Το ότι «έχει αποστολή» να φροντίζει την οικογένειά της, θεωρείται φρικτή ανδροκρατία. Βέβαια και ο άντρας πρέπει να συνειδητοποιεί ότι έχει ακριβώς την ίδια αποστολή: ζει και εργάζεται για χάρη της οικογένειάς του. Πρώτα εμείς ξεφύγαμε και απλώς οι γυναίκες ακολούθησαν.

Σε διαφημίσεις προ μηνών ακούγαμε το σύνθημα: «Ο εαυτός σου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχεις». Αξιοθρήνητο σύνθημα, που υπονοεί ότι δεν έχω ανθρώπους που τους αγαπώ πιο πολύ από τον εαυτό μου, δεν έχω αξίες και ιδανικά για τα οποία θα ήμουν πρόθυμος να υποστώ ταλαιπωρίες και διώξεις, δεν έχω πατρίδα, για την οποία θα ήμουν πρόθυμος να πεθάνω· είμαι φτερό στον άνεμο, με πατρίδα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πολιτισμό ό,τι δημοσιεύεται σ’ αυτά.

Επειδή αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο, βλέπουμε άφθονες διαφημίσεις που προβάλλουν την αξία της φιλίας, της συντροφικότητας, της ζωντανής ζεστής επικοινωνίας και τα σχετικά. Τα προβάλλουν για να προωθήσουν ένα προϊόν, όμως στην πραγματικότητα όλα αυτά προβάλλονται «sans famille».

Στη Χιλή του Αλιέντε (αν έχετε ακουστά) το 1971 κυκλοφόρησε το βιβλίο των  Αρμάν Ματλάρ και Άριελ Ντόρφμαν «Ντόναλντ ο απατεώνας» (Para leer al pato Donald, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ύψιλον). Γράφει το σημείωμα της έκδοσης: «Οι συγγραφείς του βιβλίου θέτουν ερωτήματα όπως: τι καθορίζει τις σχέσεις του Ντόναλντ και του Σκρουτζ, πώς αντιμετωπίζονται οι λαοί του Τρίτου Κόσμου, ποια είναι η θέση της γυναίκας στη Λιμνούπολη, πώς παρουσιάζεται η σχέση εργασίας-χρήματος; Το συμπέρασμα είναι ότι, πίσω από το ξέγνοιαστο ύφος της παρέας του Ντόναλντ και τη ρόδινη εικόνα της, που μας δείχνει η πολυεθνική ψυχαγωγική εταιρεία Ντίσνεϋ, κρύβεται ένα ακόμα πρόσωπο του ιμπεριαλισμού, και, γενικότερα, της κυρίαρχης ιδεολογίας στον πολιτιστικό τομέα». Ένα από τα στοιχεία που επισημαίνουν στις ιστορίες των πάπιων της Ντίσνεϋ, ως υποδόρια μηνύματα διαλυτικά της κοινωνίας, είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία παραδοσιακών οικογενειών: τα ζευγάρια των πρωταγωνιστών (Μίκυ – Μίνι, Ντόναλντ – Ντέζι) είναι μονίμως αρραβωνιασμένα, αλλά ποτέ δεν παντρεύονται, και όλοι έχουν θείους και ανίψια, αλλά όχι παιδιά ή γονείς. Αυτό το γράφουν οι σοσιαλιστές κοινωνιολόγοι. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Πάντως το ποτάμι, όπως είπαμε, δε γυρίζει πίσω – εκτός αν το γυρίσει κάποια βιβλική καταστροφή, ο μη γένοιτο. Αλλά όσο γίνεται, ας κρατήσουμε τους θησαυρούς μας. Και ο μεγαλύτερος θησαυρός μας, το έγραψα και πριν, κατά τη γνώμη μου, είναι οι δικοί μας άνθρωποι, ο ή η σύζυγος (όχι «σύντροφος», δεν «τρώμε» απλώς μαζί, αλλά σηκώνουμε μαζί το ζυγό, δηλαδή τα βάρη της ζωής) και τα παιδιά μας, αλλά και οι γονείς μας και οι ευρύτεροι συγγενείς, χωρίς να αποκλείουμε τους φίλους, τους γείτονες κ.τ.λ. Και ο μεγαλύτερος θησαυρός της οικογένειας, ο Χριστός – όχι μόνο για τη ζωή στο παρόν, αλλά (και) στην αιωνιότητα.

 Παράρτημα 2: Τι θα γίνει όταν ο σύζυγος ή η σύζυγος με καταπιέζει ή όταν οι γονείς μου με καταπιέζουν;

 Και τι γίνεται όταν ο προϊστάμενος ή ο εργοδότης μας μάς καταπιέζει; Παραιτούμαστε από τη δουλειά μας και μένουμε άνεργοι; Η σύνεση λέει όχι. Το ανεχόμαστε (ώς ένα σημείο φυσικά, μετά από το οποίο αρχίζει η διεκδίκηση της αξιοπρέπειάς μας, αλλά η παραίτηση είναι η τελευταία και όχι η πρώτη, ούτε καν η μεσαία επιλογή μας), επειδή αποσκοπούμε σε έναν απώτερο σκοπό, μια ποιότητα ζωής εκτός του χώρου και του ωραρίου εργασίας μας, ποιότητα όμως για την οποία είναι απαραίτητο να εργαζόμαστε.

Ομοίως, όταν συνυπάρχουμε σε έναν γάμο με προβλήματα, προφανώς επιδιώκουμε την επίλυσή τους πρώτα και η τελευταία επιλογή μας είναι η διάλυσή του. «Πώς καταφέρατε να μείνετε μαζί επί τόσες δεκαετίες;» ρώτησαν κάποιοι νέοι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κι εκείνο απάντησε: «Το καταφέραμε, γιατί προερχόμαστε από μια εποχή, στην οποία, όταν κάτι χαλούσε, το διορθώναμε, δεν το πετούσαμε».

Η ιδανική λύση στα προβλήματα συνύπαρξης είναι οπωσδήποτε η αλλαγή συμπεριφοράς· εκείνος δηλαδή που δυσκολεύει τη ζωή του άλλου, να προβληματιστεί και ν’ αλλάξει τη συμπεριφορά του. Αυτό φυσικά προϋποθέτει τρία βασικά στοιχεία: αυτογνωσία, αγάπη και ταπεινότητα. Ίσως είναι ουτοπία να τα αναζητούμε στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων· αυτό όμως θα σημαίνει πως είναι ουτοπία να επιθυμούμε μια πραγματικά βιώσιμη συζυγική σχέση.

Ας έχουμε υπόψιν βεβαίως δύο λεπτομέρειες. Πρώτον, στις περισσότερες περιπτώσεις  τα προβλήματα δεν είναι τόσο σοβαρά, που να κάνουν τη ζωή με τον ή την σύζυγό μας αβάσταχτη· το όραμα μιας «τέλειας» ερωτικής ή συζυγικής σχέσης χωρίς σύννεφα προφανώς δεν είναι ρεαλιστικό. Δεύτερον, επίσης στις περισσότερες περιπτώσεις ευθύνονται και οι δύο για τα όποια «προβλήματα»· με δυο λόγια, εσύ είσαι ο άνθρωπος που χρειάζομαι, ώστε να μπορώ κι εγώ να είμαι – ή να γίνω – ο άνθρωπος που χρειάζεσαι εσύ; Αν μου έδειχνες αγάπη, συγχώρηση και κατανόηση, αντί να με επικρίνεις για τα διάφορα λάθη ή τα ελαττώματά μου, ειλικρινά, θα ήμουν διαφορετικός. Θα είχα και λόγο, κίνητρο, να είμαι διαφορετικός, ενώ τώρα αισθάνομαι μόνο θυμό και απογοήτευση.

Και η στάση αυτή ασφαλώς πρέπει να είναι αμοιβαία. Αν είναι μονόπλευρη, πάλι μπορεί να έχει καλό αποτέλεσμα, ίσως κάπως μακροπρόθεσμα· πάντως το σωστό είναι να είναι αμοιβαία. Μπορεί να επιτευχθεί κυρίως αν υπάρχει αγάπη, η οποία συμβαδίζει με την ταπεινότητα, την κατανόηση, την υποστηρικτικότητα κ.τ.λ. Για την καλλιέργεια αυτών των αρετών (ας χρησιμοποιήσω έναν όρο του πολιτισμού μας) η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει στη διάθεση των ανθρώπων τους πνευματικούς πατέρες και την εξομολόγηση, ο δε δυτικός πολιτισμός τους ψυχολόγους και ιδίως τους συμβούλους γάμου.

Φυσικά κι εδώ υπάρχει ένα όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος πράγματι αδυνατεί να ζήσει με τον άλλο και δεν έχει άλλη λύση από το διαζύγιο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στους χριστιανούς παραχωρεί διαζύγιο, όμως επισημαίνει ότι είναι η έσχατη λύση, μια λυπηρή, αν όχι τραγική λύση, και το όριο, που θεωρούμε ότι καθιστά έναν βίο αβίωτο, πρέπει να τοποθετείται μακριά, όχι κοντά. Δηλαδή δεν διαλύω το γάμο μας επειδή έχει πληγωθεί ο εγωισμός μου π.χ. και «δεν μπορώ» (δηλ. αρνούμαι) να συγχωρήσω τον άλλο για ένα σοβαρό ατόπημά του, ακόμη κι αν εκείνος μετανοεί και με ικετεύει· διαλύω το γάμο αν κινδυνεύει η ψυχική μου υγεία ή η σωματική μου ακεραιότητα από τη συνύπαρξη με έναν επικίνδυνο σύζυγο. Αυτό προϋποθέτει βέβαια, όπως προείπαμε, ότι αγαπώ· αν υπάρχει περίπτωση να αρνηθώ να συγχωρήσω, τότε κατά πάσα πιθανότητα δεν αγάπησα ποτέ.

Γι’ αυτό εξάλλου κατά τους χριστιανούς ο γάμος δεν είναι απλώς προσωπικό, ούτε οικογενειακό ή κοινωνικό γεγονός, αλλά θρησκευτική υπόθεση, που τίθεται υπό την ευλογία του Θεού διά του Αγίου Πνεύματος: για να βοηθηθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν τις αρετές που απαριθμήσαμε παραπάνω και, μέσω αυτών, όχι μόνο να ζήσουν εδώ μια ζωή αγάπης και αλληλοστήριξης, αλλά και να πλησιάσουν το Θεό και να ενωθούν μαζί Του εν Χριστώ σε ολόκληρη την αιωνιότητα. Και για να το πετύχουν αυτό χρειάζεται αγώνας, πρωτίστως αγώνας βελτίωσης της δικής μου συμπεριφοράς, ώστε να μπορώ να πλησιάσω τον άλλο, ο οποίος δεν είναι ένας προσωρινός «σύντροφός μου», αλλά έχει γίνει πλέον «το έτερόν μου ήμισυ». «Βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχει μπει στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά, ώστε να βγάλεις το ξυλαράκι που έχει μπει στου αδελφού σου το μάτι» είπε ο Χριστός (βλ. κατά Ματθαίον, κεφ. 7, στ. 1-5), όπου «αδελφός» ίσον ο κάθε συνάνθρωπος, και ο/η σύζυγος.

 Κάτι παρόμοιο πρέπει να πούμε για τα παιδιά, που πιθανόν αισθάνονται αβάσταχτη τη συνύπαρξη με τους γονείς τους, ιδίως όταν εισέρχονται στην εφηβεία. Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις κακοποίησης, ποικιλόμορφης, κατά τις οποίες τα παιδιά πρέπει να απομακρυνθούν το ταχύτερο από τους γονείς, ενδεχομένως και με εισαγγελική παρέμβαση! Όμως ελπίζω ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι εξαιρέσεις. Τις περισσότερες φορές τα «προβλήματα» της συνύπαρξης παιδιών και γονιών είναι ασήμαντα, μεγαλοποιημένα από τη φαντασία, ενώ εξάλλου δεν φέρουν ευθύνη γι’ αυτά μόνο οι γονείς, αλλά και τα παιδιά, που απαιτούν να γίνονται σεβαστά «τα δικαιώματα» και η προσωπικότητά τους, σαν οι γονείς τους να τους οφείλουν αιώνια ευγνωμοσύνη απλώς και μόνο επειδή τους κάνουν τη χάρη να υπάρχουν, χωρίς τα ίδια να οφείλουν σ’ εκείνους απολύτως τίποτα. «Ποιος σου είπε να με γεννήσεις;» θα τους πουν σε στιγμή που θέλουν να τους πληγώσουν. «Εσύ με γέννησες, εγώ σου χρωστάω;». Δεν αντιλαμβάνονται ότι ακριβώς επειδή οι γονείς τους τα γέννησαν, τα φρόντισαν και τα φροντίζουν διαρκώς (φροντίδα που συνήθως τα παιδιά θεωρούν δεδομένη και δεν την εκτιμούν καθόλου), εκείνα είναι που τους οφείλουν την αιώνια ευγνωμοσύνη.

Βέβαια αυτός ο εγωκεντρισμός των παιδιών συχνά προκαλείται από την υπερβολική αδυναμία που τους δείχνουμε οι ίδιοι οι γονείς, σε συνδυασμό με τα καταιγιστικά παραπλανητικά μηνύματα που δέχονται από το κοινωνικό (και το ψηφιακό) περιβάλλον, στο οποίο ζουν και κινούνται, αλλά θεωρώ ότι δεν είναι του παρόντος αυτό. Προς το παρόν, θα ήθελα να πω μόνον ένα λόγο προς τα παιδιά: οι γονείς σας δεν είναι τέλειοι, αλλά σίγουρα κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν (και κάνουν πάρα πολλά), κινούμενοι από την ανυπολόγιστη και ανεκτίμητη αγάπη που νιώθουν για εσάς. Χωρίς αυτούς τους «μη τέλειους» γονείς θα ήσασταν χαμένοι. Ίσως δεν το καταλαβαίνετε, αλλά θα το καταλάβετε αν σκεφτείτε λίγο με σοβαρότητα το ενδεχόμενο να εξαφανιστούν από τη ζωή σας. Καλό θα είναι λοιπόν, παιδιά μου, να συγχωρήσετε τους γονείς σας για τις ατέλειές τους και για τα λάθη τους – εξάλλου κι εσείς, ως παιδιά τους, έχετε ατέλειες και κάνετε λάθη στη σχέση σας μ’ εκείνους. Και θα σας αποκαλύψω κι ένα μυστικό: αν συγχωρείτε τους γονείς σας, θα έχετε το δικαίωμα στο μέλλον να επιθυμείτε να σας συγχωρήσουν κι εσάς τα παιδιά σας για τα λάθη που σίγουρα θα διαπράξετε· αν δεν συγχωρείτε τους γονείς σας, δε νομίζω πως θα δικαιούστε να έχετε παρόμοια προσδοκία από τα παιδιά σας…

 *** Τώρα επιτρέψτε μου να παραθέσω, ενδεικτικά και μόνον, ορισμένες σκέψεις από την Καινή Διαθήκη, απ’ όσα διδάσκει ο απόστολος Παύλος για το θέμα των σχέσεων που προαναφέραμε. Σημειωτέον ότι ο Παύλος ήταν άγαμος και παρθένος, λόγω της ασίγαστης επιθυμίας του να είναι αφιερωμένος στον Κύριο (το Χριστό). Όμως αναφέρει: «Θα ήθελα όλοι οι άνθρωποι να είναι όπως εγώ, όμως ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα από το Θεό· άλλος έτσι, άλλος αλλιώς» (δηλ. άλλος έχει το χάρισμα να ζήσει ως μοναχός, άλλος ως σύζυγος, Α΄ επιστολή προς Κορινθίους 7, 7).

Από τα σημεία αυτά φαίνεται καθαρά ότι οι απόστολοι θεωρούσαν τους δύο συζύγους ισότιμους, θέμα που απασχολεί πάρα πολύ την εποχή μας, γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι εμείς κρίνουμε την Καινή Διαθήκη – και κάθε τι άλλο πάνω στη Γη – και όχι ότι χρειάζεται να τη συμβουλευόμαστε· δεν είχαν εξάλλου… πτυχίο ψυχολογίας οι απόστολοι και τώρα ζούμε σε εποχή αποκλειστικής καταξίωσης των πτυχίων και της εξειδίκευσης, εκτός φυσικά αν γνωρίσουμε κάτι που εμείς, ως ταλαίπωροι παντογνώστες, το κρίνουμε σωστό και άξιο λόγου. Η ισοτιμία τέλος πάντων φαίνεται στο ότι ο άγιος γράφει ακριβώς τα ίδια και για τους δύο συζύγους, όπως έχει γράψει και ότι οι χριστιανοί (άντρες και γυναίκες) πρέπει «να υπακούνε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού» (προς Εφεσίους 5, 21· μην πυροβολείτε, «φόβος Χριστού» = η ανησυχία μήπως απομακρυνθούμε από το Χριστό και όχι ότι «φοβόμαστε» το Χριστό). Η περίφημη τοποθέτηση ιεραρχίας μέσα στην οικογένεια, που τόσο σκανδαλίζει τον σημερινό άνθρωπο (ο άντρας «κεφαλή» και η γυναίκα να συμμορφώνεται με τις δικές του πρωτοβουλίες, στην προς Εφεσίους, αμέσως παρακάτω), προϋποθέτει την αμοιβαία αγάπη και αμοιβαία υπακοή, αγάπη που, ειδικά για τον σύζυγο, ζητείται να φτάνει μέχρι αυτοθυσίας για τη γυναίκα του, όπως ο Χριστός θυσιάστηκε για τους ανθρώπους (από το ίδιο κείμενο).

Άλλωστε κατά τους χριστιανούς όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι ισότιμοι: «Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες, δούλοι και ελεύθεροι, άντρες και γυναίκες, δεν υπάρχουν πια διακρίσεις, αλλά όλοι είναι ένα εν Χριστώ Ιησού» (βλ. αποστ. Παύλου, προς Γαλάτας 3, 28· βλ. και προς Κολοσσαείς 3, 11). Ως μάρτυρα υπερασπίσεως των παραπάνω, επικαλούμαι τις πολλές περιπτώσεις έγγαμων γυναικών, που η Εκκλησία τιμά ως αγίες, ενώ ο σύζυγός τους δεν θεωρείται άγιος, ενίοτε δε ήταν και ειδωλολάτρης ή αγνοημένος από την Ιστορία· σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα θεωρείται οπωσδήποτε ανώτερου πνευματικού (αγιοπνευματικού) επιπέδου από τον άντρα της. Παραδείγματα, η αγία Ανθία, η αγία Σοφία, η αγία Ιουλίτα, η αγία Μακρίνα (γιαγιά του Μ. Βασιλείου – υπάρχει και αδελφή του με το ίδιο όνομα, πρότυπο γυναίκας φιλοσόφου, που ήταν όμως άγαμη), η αγία Ανθούσα, η αγία Μελάνη η πρεσβυτέρα και η νέα (γιαγιά και εγγονή), η αγία Φιλοθέη η Αθηναία, η νεομάρτυς αγία Ελισάβετ της Μόσχας, η σύγχρονη αγία Μαρία Σκομπτσόβα και πολλές άλλες.

Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός μεγάλωσε «υποτασσόμενος» στους γονείς Του, στη φυσική μητέρα Του, τη Θεοτόκο, και τον θετό πατέρα του, τον άγιο Ιωσήφ, παρότι, ως Θεάνθρωπος, ήταν απείρως ισχυρότερος και σοφότερος από εκείνους («και ην υποτασσόμενος αυτοίς», κατά Λουκάν ευαγγέλιο, 2, 5)

Μετά από αυτόν τον αναγκαστικό πρόλογο, παραθέτω τα αποσπάσματα, πρώτα στο αρχαίο κείμενο (το πρωτότυπο) και κατόπιν σε νεοελληνική απόδοση. Γράφει λοιπόν: «τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί. η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ· ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή. μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς δια την ακρασίαν υμών. τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν» (Α΄ Κορινθίους 7, 3-6). Και πιο κάτω: «ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν· και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν. ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί· επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν. ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοιούτοις. εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός. τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;» (στίχοι 12-16).

Στα νέα ελληνικά: «Στη γυναίκα του πρέπει ν’ αποδίδει ο άντρας το συζυγικό του χρέος· το ίδιο και η γυναίκα στον άντρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει η ίδια το σώμα της, αλλά ο άντρας της· παρόμοια και ο άντρας δεν εξουσιάζει ο ΄διιος το σώμα του, αλλά η γυναίκα του. Μη στερείτε ο ένας τον άλλο, παρά μόνο πρόσκαιρα και έπειτα από κοινή συμφωνία, για να αφοσιωθείτε στη νηστεία και την προσευχή. Μετά όμως πρέπει πάλι να σμίγετε για να μην πέφτετε στους πειρασμούς του σατανά εξαιτίας της αδυναμίας σας. Αυτά που λέω δεν είναι δεσμευτικά, γιατί δε θέλω να σας επιβάλω κάτι» (Α΄ Κορινθ. 7, 3-6). «Αν ένας αδελφός έχει σύζυγο μη χριστιανή και αυτή συγκατατίθεται να μείνει μαζί του, να μην τη χωρίσει· και αν μια γυναίκα έχει σύζυγο μη χριστιανό, που συγκατατίθεται να μένει μαζί της, να μην τον χωρίσει. Γιατί ο μη χριστιανός άντρας, χάρη στην ένωση με τη γυναίκα του, μπήκε στο χώρο του Θεού [κατά λέξιν: αγιάστηκε]· και η μη χριστιανή γυναίκα μπήκε στο χώρο του Θεού [αγιάστηκε] χάρη στην ένωση με το χριστιανό. Αλλιώτικα, τα παιδιά σας θα ήταν ακάθαρτα, ενώ τώρα έχουν μπει κι αυτά στο χώρο του Θεού [είναι άγια]. Σε περίπτωση όμως που ο μη χριστιανός [από τους δύο συζύγους] θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει. Σε τέτοια θέματα δεν δεσμεύεται ο χριστιανός ή η χριστιανή. Ο Θεός μας έχει καλέσει για να ζούμε ειρηνικά. Πού ξέρεις εσύ, γυναίκα; Ίσως σώσεις τον άντρα σου. Ή πού ξέρεις εσύ, άντρα; Ίσως σώσεις τη γυναίκα σου» (στίχοι 12-16).

[Το νέο ελληνικό είναι από τη μετάφραση των καθηγητών Βασιλειάδη, Γαλάνη, Γαλίτη και Καραβιδόπουλου (1988). Οι επεξηγήσεις στις αγκύλες δικές μας].

Και για τους γονείς και τα παιδιά γράφει: «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν υμών εν Κυρίω· τούτο γαρ εστι δίκαιον. τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα, ήτις εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία, ίνα εύ σοι γένηται και έση μακροχρόνιος επί της γης. και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ' εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (προς Εφεσίους, κεφ. 6, 1-4). «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσι κατά πάντα· τούτο γαρ εστιν ευάρεστον τω Κυρίω. Οι πατέρες μη ερεθίζετε τα τέκνα υμών, ίνα μη αθυμώσιν» (προς Κολοσσαείς 3, 20-21).

Δηλαδή: «Εσείς, παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· αυτό άλλωστε είναι το σωστό. “Τίμα τον πατέρα σου,  και τη μητέρα σου”, αυτή είναι η μόνη εντολή που περιέχει υπόσχεση: “για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη”. Και εσείς, πατέρες, μη φέρεστε στα παιδιά σας έτσι ώστε να εξοργίζονται, αλλά να τα ανατρέφετε δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στην Κύριο» (Εφεσίους 6, 1-4). «Τα παιδιά να υπακούτε τους γονείς σας στο καθετί, γιατί αυτό ευχαριστεί τον Κύριο. Οι πατέρες να μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, για να μην αποθαρρύνονται» (Κολοσσαείς 3, 20-21).

Ας σημειώσουμε ότι οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να διαμορφώσουν οι απόστολοι με τη διδασκαλία τους ήταν σαν άγγελοι, ώστε να μπορούν να είναι κληρονόμοι της αιωνιότητας: «Το δε τέλος πάντες ομόφρονες, συμπαθείς, φιλάδελφοι, εύσπλαγχνοι, φιλόφρονες, μη αποδιδόντες κακόν αντί κακού ή λοιδορίαν αντί λοιδορίας, τουναντίον δε ευλογούντες, ειδότες ότι εις τούτο εκλήθητε, ίνα ευλογίαν κληρονομήσητε» (επιστολή Α΄ Πέτρου, κεφ. 3, 8-9). Δηλαδή: «Όλοι, τέλος, να έχετε ομοφροσύνη και συμπόνια ο ένας για τον άλλο. Να έχετε αδερφική αγάπη μεταξύ σας και να είστε σπλαχνικοί και καλοσυνάτοι. Να μην ανταποδίδετε το κακό με κακό και τη βρισιά με βρισιά, αλλά με ευλογίες, γνωρίζοντας ότι γι’ αυτό σας κάλεσε ο Θεός, για να σας δώσει την ευλογία του».

 

Και θα κλείσουμε με ελάχιστα από τα πάρα πολλά που αναφέρει ένας από τους σοφότερους χριστιανούς διδασκάλους όλων των εποχών, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, προς τους άνδρες για τη σχέση τους με τη γυναίκα τους. Επιλέγω μόλις ένα δυο δείγματα από το αφιέρωμά μας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα – Η θέση της γυναίκας στο χριστιανισμό», που δημοσιεύεται εδώ: https://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/orthod_gynaikes_1.htm.

Α) Ας δούμε τι γράφει ο άγιος προς τους άντρες συζύγους που, παράλληλα προς τη σχέση με τη γυναίκα τους, επισκέπτονται και πορνεία. Το απόσπασμα βρίσκεται στην κλασική συλλογή πατερικών έργων του Jacques Paul Migne Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca, ή απλώς Patrologiae Graeca (συντομογραφικά: P.G.), τόμος 51, στήλες 213-215. Ο άγιος παίρνει αφορμή από τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 7, στ. 3: «Ο άνδρας να προσφέρει στη γυναίκα την εύνοια που της οφείλει [“το συζυγικό του χρέος”, παραθέσαμε στη μετάφραση, “τη δική του σωφροσύνη και σεμνότητα” ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος], το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα». Και λέει, σε νεοελληνική μετάφραση:

«Το σώμα του άνδρα δεν ανήκει στον άνδρα, αλλά στη γυναίκα (του). Ας της διατηρεί λοιπόν ακέραιο το κτήμα και ούτε να της το μειώνει ούτε να της το καταστρέφει. … Αφού λοιπόν το σώμα του άνδρα είναι κτήμα της γυναίκας, ας δείξει εκείνος  το ενδιαφέρον του για τη διαφύλαξη αυτής της παρακαταθήκης. Το ότι βέβαια αυτό εννοεί (ο Παύλος) αποδεικνύεται από το εξής: Αφού είπε “ας αποδίδει την εύνοια που της οφείλει”, πρόσθεσε: “Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της η ίδια, αλλά ο άνδρας της. Παρόμοια και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα του” [Α΄ Κορ. 7, 4]. Όταν λοιπόν δεις μια πόρνη να σε δελεάζει, να σε επιβουλεύεται, να επιθυμεί το σώμα σου, πες της: “Δεν είναι δικό μου το σώμα, αλλά της γυναίκας μου. Δεν τολμώ να το σφετερισθώ ούτε να το παραδώσω σε άλλη γυναίκα”». Το ίδιο ας κάνει και η γυναίκα…

»Διότι η γυναίκα σου δεν ήλθε σε σένα για να ατιμάζεται, δεν εγκατέλειψε πατέρα και μητέρα και όλο το σπίτι της για να προσβάλλεται … Την πήρες συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο να δείχνεις κάθε ενδιαφέρον, όταν παίρνεις την προίκα, χωρίς να αφήνεις να ελαττωθεί καθόλου, ενώ αυτό που είναι πιο πολύτιμο από όλη την προίκα, δηλ. τη σωφροσύνη [=σωματική αυτοσυγκράτηση] και τη σεμνότητα και το δικό σου σώμα, που είναι δικό της κτήμα, να το διαφθείρεις και να το μολύνεις; Εάν ελαττώσεις την προίκα, δίνεις λόγο στην πεθερό σου, εάν όμως μειώσεις τη σωφροσύνη θα δώσεις λόγο στο Θεό, ο οποίος εισήγαγε το γάμο και σου παρέδωσε τη γυναίκα».

Παρόμοια και «χειρότερα» λέει για τους άνδρες που απατούν τη γυναίκα τους γενικώς (όχι ειδικότερα στο πορνείο): βλ. P.G., 51, 215-216: «Δεν ντρέπεσαι; Δεν κοκκινίζεις; Δεν εύχεσαι να σε καταπιεί η γη; Πώς θα μπορέσεις να μπεις σε εκκλησία και να υψώσεις τα χέρια σου στο Θεό; … Γιατί, κι αν κρυφτείς από τη γυναίκα που αδίκησες, δεν θα αποφύγεις τον ακοίμητο οφθαλμό [του Θεού]…».

Β) Για την ενδοοικογενειακή βία: ο άγιος ζητά να ανέχεται ο κάθε σύζυγος τα ελαττώματα του άλλου, όποια κι αν είναι· και ο άντρας της γυναίκας του και η γυναίκα του άντρα. Ο άντρας να αγαπά τη γυναίκα του όσο τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο και να μην αμελεί να της το δείχνει (P.G. 62, 148-150). Αλλά και μια γυναίκα που της έτυχε ένας “θρασυνόμενος” άντρας (κακότροπος), να τον αντέξει. Και αμέσως προσθέτει: «Δεν το λέω αυτό για να δέρνεται η γυναίκα · άπαγε! [=με τίποτα, ποτέ] Γιατί αυτό είναι μέγιστη προσβολή, όχι γι’ αυτήν που δέρνεται, αλλά γι’ αυτόν που δέρνει… Προς εσάς τους άνδρες λέω: τίποτα δεν υπάρχει, που να δικαιολογεί να δέρνεται γυναίκα. Και τι λέω για τη γυναίκα; Ούτε δούλη θα ήταν ανεκτό σε άνδρα ελεύθερο να χτυπά και να χειροδικεί εναντίον της… Είναι η χειρότερη παρανομία, αυτήν που μοιράζεται τη ζωή σου να την ατιμάζεις σαν δούλη. Γι’ αυτό, έναν τέτοιο άνδρα – αν πρέπει να τον ονομάσουμε άνδρα κι όχι θηρίο – ταιριάζει να τον θεωρήσουμε ίσο με πατροκτόνο και μητροκτόνο!» (Εις την Α΄ προς Κορινθίους, λόγος κστ΄ (26), 10, P.G. 61, 222).

«Ουχ οράς πώς αισχρόν πράγμα γυναίκα τύπτεσθαι;» (=δε βλέπεις πόσο αισχρό πράγμα είναι να δέρνεται μια γυναίκα;). «Αισχύνη γαρ ανδρί γυναίκα τύπτειν» (=διότι είναι ντροπή στον άνδρα να χτυπάει γυναίκα). «Πάντα δε τα ελαττώματα των γυναικών φέρειν τους άνδρας προσέταξεν ο Θεός» (=όλα τα ελαττώματα των γυναικών πρόσταξε ο Θεός να τα ανέχονται οι άνδρες), P.G. 62, 109-110.

Υπενθυμίζοντας ότι τα παραπάνω είναι γραμμένα τον 4ο αιώνα μ.Χ. και προέρχονται από έναν πολιτισμό εντελώς διαφορετικό από εκείνον του ζοφερού δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα (πολιτισμού που τόνισε την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως θέλημα του Θεού, ενός Θεού που έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να προσκαλέσει τον κάθε άνθρωπο, ανεξαιρέτως, σε ένωση μαζί Του και με όλους τους άλλους ανθρώπους), κλείνω και το παρόν παράρτημα. Σας ευχαριστώ που με διαβάσατε.

Κοινοποίηση
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης γεννήθηκε το 1971 και είναι θεολόγος στο Ρέθυμνο, έγγαμος και πατέρας μιας κόρης.

Email Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
  1. Δημοφιλή
  2. Προτεινόμενα

Ημερολόγιο

« December 2024 »
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
            1
2 3 4 5 6 7 8
9 10 11 12 13 14 15
16 17 18 19 20 21 22
23 24 25 26 27 28 29
30 31