Διαβάζοντας την προτροπή της εφημερίδας του συνδέσμου μας στον οποίο θα επιθυμούσα να εγγραφώ από σήμερα, μου ήρθε η ιδέα να καταγράψω μια σειρά περιστατικών μιας και μόνο ημέρας ή μάλλον λιγότερο από μια ημέρα σε μια Μονάδα στην οποία είχα την τιμή να είμαι διοικητής.
Κάτι το οποίο χρόνια έχω στο νου μου να βάλω στο χαρτί, όχι για μένα, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω, αλλά από υποχρέωση στους συναδέλφους μονίμους και εφέδρους που περάσαμε μαζί τις κρίσιμες εκείνες ώρες και σαν κληρονομιά στα 4 παιδιά μου.
Ήταν Ιανουάριος του 1996 μια μέρα όπως όλες σε μια μονάδα σε ένα ακριτικό νησί του αγαπημένου μας Αιγαίου.
Οι εργασίες της μονάδας οι γνωστές, μεταφορές, ξεφορτώματα, αποθηκεύσεις, αρτοποίηση κλπ. Ο καθημερινός πόλεμος που όλοι μας ξέρουμε και που δεν σταματά ποτέ, αλλά αυτό το ξέρουμε και το καταλαβαίνουμε μάλλον μόνο εμείς..
Η κατάσταση πιο γενικά, τεταμένη, λόγω κάποιου επεισοδίου με κάποιο εμπορικό πλοίο κάπου στο Αιγαίο. Ενημερωθήκαμε νωρίς το πρωί πως είχε διαταχτεί μερική επιφυλακή, αν θυμάμαι καλά 30%. Συγκέντρωσα τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς μου και τους ανακοίνωσα τα μέτρα και στα γρήγορα ορίσαμε τις βάρδιες επιφυλακής.
Λίγο πριν αποχωρήσουμε από την μονάδα το απόγευμα, το ποσοστό έγινε 50%. Ξανά συγκέντρωση, αλλαγή στις βάρδιες κλπ . Με τον υποδιοικητή κανονίσαμε να παραμείνει εκείνος και εγώ να φύγω μέχρι το βράδυ οπότε θα αλλάζαμε.
Με την άφιξη στο σπίτι ο υποδιοικητής με ειδοποιεί πως το ποσοστό έγινε 100% και καλά θα ήταν να φέρω μαζί μου και τον σάκο εκστρατείας με το κρεβάτι εκστρατείας. …
Δεν χρειαζόταν και πολλές ερωτήσεις, πηγαίναμε μάλλον για παρατεταμένη παραμονή στο στρατόπεδο στην καλύτερη περίπτωση.
Προσπάθησα να καθησυχάσω την έγγυο γυναίκα μου ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη επιφυλακή. Σε νησί είμαστε βρε παιδί μου, συμβαίνουν αυτά..
Έφυγα όσο πιο ελαφρά μπορούσα σαν να επρόκειτο για κάτι που συμβαίνει συχνά και είναι μέσα στις υποχρεώσεις μου. Φευγαλέα έριξα μια ματιά στα 3 παιδιά μου τα οποία κατά σύμπτωση ήταν όλα κρεβατωμένα με γρίπη. Από μέσα μου αναρωτήθηκα σε πόσο καιρό και αν θα τα ξαναέβλεπα.
Στην μονάδα, υπήρχε κίνηση. Οι πιο πολλοί μόνιμοι συνάδελφοι είχαν ειδοποιηθεί και κατέφθαναν ένας ένας ή σε ομάδες.
Κάναμε μια γρήγορη επαλήθευση του σχεδίου για την εκκένωση της μονάδας, τις αναγκαίες τροποποιήσεις του προσωπικού των φαλάγγων και του προσωπικού κάθε μιας που προοριζόταν για διαφορετικό προορισμό. Εδώ δεν επεκτείνομαι για προφανείς λόγους.
Άρχισε να βραδιάζει – νωρίς λόγω εποχής – και σύντομα ο Διοικητής του συγκροτήματος διέταξε την εκκένωση του στρατοπέδου καθορίζοντας και την σειρά εξόδου. Μέτρα πολεμικά, φώτα συσκοτίσεως.
Ήταν η στιγμή. Συγκεντρώθηκε η μονάδα. Ανακοίνωσα σε όλους αυτά που ήξερα και μπορούσα να πω και με συντομία επανέλαβα την αποστολή κάθε τμήματος.
Παρόντες στην αναφορά ήταν και οι στρατιώτες που βρίσκονταν στο αναρρωτήριο. Είχαν έρθει με δική τους πρωτοβουλία. Δύο στρατιώτες μειωμένης σωματικής ικανότητας ζήτησαν το λόγο και ανέφεραν πως ζητούν τη χορήγηση οπλισμού. Το ενέκρινα αμέσως.
Στην τελευταία μου επικοινωνία με τον Διοικητή τους συγκροτήματος ανέφερα ετοιμότητα κινήσεως. Ρώτησα σχετικά με τους ισχύοντες κανόνες εμπλοκής, τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθούν οι επικοινωνίες.
Δεν μου απήντησε. Μου ευχήθηκε ο Θεός να είναι μαζί μας και η επικοινωνία μας τελείωσε.
Μοιράσαμε πυρομαχικά και σε ένα κομμάτι χαρτί έγραψα δυο λόγια για κάθε επικεφαλής σχετικά με τις προτεραιότητες του κατά την διαδρομή όπως και μόλις έφθανε στον διατεταγμένο χώρο .
Πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι μπορεί να μην ξαναβλεπόμασταν..
Ένοιωθα τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω μου. Ξέρουμε πως είναι το καρφωμένο βλέμμα. Και τι ευθύνη για αυτόν στον οποίο εστιάζεται.
Χωρίς να το σκεφθώ και πολύ ρώτησα μήπως κάποιος δεν αισθάνεται καλά. Παγερή σιωπή.
Σκέφθηκα πως πιθανόν όλοι αισθανόταν αυτό που αισθανόμουν και εγώ εκείνη την ώρα. Κανένα φόβο και αδιαφορία για προσωπικά ή οικογενειακά θέματα και προβλήματα.
Περίεργο συναίσθημα, δεν εξηγείται, ούτε στους πολύ δικούς σου ανθρώπους ούτε βέβαια σε βολεμένους δημόσιους υπάλληλους και πολιτικούς που ούτως ή άλλως μας βρίσκουν γραφικούς ή και αυτιστικούς.
Επιστροφή στα δικά μας.
Σιωπηλά και με τα μάτια αποχαιρετιστήκαμε και κάθε επικεφαλής αναχώρησε με την φάλαγγα του.
Η διαδρομή ατελείωτη, πρώτη φορά κάναμε τόσο μεγάλη απόσταση με φώτα συσκοτίσεως..
Κάποτε φθάσαμε.
Πριν κατευθυνθούμε στις θέσεις μάχης και οχημάτων που ήταν καθορισμένες, πήγα να ελέγξω την πύλη εισόδου ενός φυλακίου μας.
Μετά την ανταλλαγή των συνθηματικών ο σκοπός με ψιθυριστή φωνή μου λέει: ‘’ κάποιοι σας θέλουν’’.
Εκείνη την στιγμή πάγωσα, γιατί ταυτόχρονα διέκρινα μερικές σκιές να πλησιάζουν. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένα σωρό σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου… καταλαβαίνετε…
Όταν οι σκιές πλησίασαν περισσότερο διέκρινα ανθρώπους, κάποιους με πολιτικά, κάποιους με μισά στρατιωτικά, παντελόνι και πουκάμισο ή μόνο ένα από τα δύο.
‘’Ποιοι είστε και τι θέλετε ρώτησα διστακτικά;’’
‘’Είμαστε έφεδροι της μονάδας, υπηρετήσαμε πιο παλιά και ήρθαμε να παρουσιαστούμε’’ μου απάντησε ένα από αυτούς. Από πιο κοντά διαπίστωσα πως δυο από αυτούς είχαν απολυθεί πρόσφατα από την μονάδα μας.
Μα, τους λέω ‘’έγινε επιστράτευση; Δεν έχω ενημερωθεί για αυτό. Έχετε λάβει ειδοποίηση από αστυνομία;’’
‘’Όχι’’ μου απήντησαν, ‘’αλλά η αστυνομία παρέδωσε ειδοποιήσεις σε μερικούς εφέδρους στα χωριά μας και έτσι ήρθαμε με δική μας πρωτοβουλία, φέραμε και τροφή για 2 μέρες όπως μας είπαν όταν απολυθήκαμε. Μπορείτε κ. διοικητά να μας ταχτοποιήσετε; Να μας δώσετε όπλα και πυρομαχικά;’’
Κατάλαβα ότι είχαν ειδοποιηθεί κάποιοι ΄΄πυρήνες΄΄ και έτσι κυκλοφόρησε η είδηση.
Τα γόνατα μου λύγισαν, ο νους μου δεν μπορούσε να το χωρέσει. Αστραπιαία σκέφθηκα πως, χαλάλι, με τέτοιους συναδέλφους, πάω όπου νάναι και καρφί δεν μου καίγεται για την δική μου ζωή.
Ταχτοποιηθήκαμε στα γρήγορα στους χώρους μας, κρύβοντας τα οχήματα. Διέταξα καμία κίνηση, φωτιές τσιγάρα κλπ και κατευθύνθηκα προς ένα κοντινό φυλάκιο, όπου υπήρχε μόνιμη επικοινωνία για να ενημερωθώ για τυχόν εξελίξεις.
Βρίσκω τον υπεύθυνο Αξκό ο οποίος τίποτε διαφορετικό ήξερε από αυτά που γνώριζα και εγώ.
‘’Έχεις ραδιόφωνο’’ τον ρώτησα. ‘’Όχι’’ μου απήντησε.
‘’‘Άνοιξε την τηλεόραση’’ του λέω. Ήξερα από στρατιώτες ότι είχε παράνομα μια μικρή τηλεόραση στο φοριαμό του. Διστακτικά άνοιξε την συσκευή αφού κλείσαμε καλά όλες τις κουρτίνες και τα πατζούρια.
Η πρώτη εικόνα που είδαμε ήταν εκείνη του τότε πρωθυπουργού να ευχαριστεί τους Αμερικανούς.
Δεν χρειαζόμουν και μετάφραση. Γρήγορα κατευθύνθηκα στους άντρες μου και αφού τους συγκέντρωσα τους ενημέρωσα με όσα νέα ήξερα. Πήραμε μέτρα για να ζεσταθούμε και μετά από λίγες ώρες λάβαμε την εντολή να συγκροτήσουμε εκ νέου φάλαγγες και να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο.
Ήταν χαρά αυτό μου νοιώσαμε;
Σίγουρα. Ας είμαστε ρεαλιστές. Αλλά δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι ένιωσα και μια πίκρα πιο μεγάλη από την χαρά.
Όπως όταν φθάσεις στην πόρτα του αεροσκάφους για άλμα αλεξιπτώτου, δεν σε σταματάει τίποτε, όσο φόβο και να έχεις. Σαν να σου παίρνουν την χαρά από τα χέρια αν σε σταματήσουν.
Απλοϊκά και αφελή όλα αυτά θα σκεφθεί κανείς.
Μπορεί. Εμένα όμως με απασχολούν και με βασανίζουν αυτές οι σκέψεις τα τελευταία 15 χρόνια.
Τίποτε το σπουδαίο ή ηρωικό. Ακόμη και να πολεμούσαμε, μάλλον κανείς δεν θα το μάθαινε.
Όμως:
Δεν μπορώ να ξεχάσω την αυταπάρνηση του προσωπικού της μονάδας μου όταν ενημερώθηκαν για την αποστολή μας, παραλάμβαναν τα πυρομαχικά τους ή όταν οι στρατιώτες μειωμένης σωματικής ικανότητας ζητούσαν και έπαιρναν όπλα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τους απλούς ηρωικούς εφέδρους που ήρθαν μόνοι τους τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι .
Δεν μπορώ να ξεχάσω το μεγαλείο των συναδέλφων μονίμων και εφέδρων στα μάτια και στην χειραψία των οποίων έβλεπα την απόφαση που ήδη είχαν πάρει να εκτελέσουν την αποστολή που μας είχε αναθέσει η πατρίδα στο ακέραιο.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτε από αυτά, ιδιαίτερα όταν προκαλούμαι από δημοσιογράφους παραπληροφορείς, από πολίτες που πέρασαν την νύχτα στον καναπέ ή στο κρεβάτι τους και που όταν τους διηγείσαι αυτά τα περιστατικά βλέπεις εκείνο το αχνό κοροϊδευτικό βλέμμα που καλά γνωρίζουμε.
Όταν ακούς κάποιους θλιβερούς πολιτικούς και άλλους να μειώνουν τις ΕΔ και τα στελέχη τους, όταν οι ίδιοι ή απηλλάγησαν λόγω … ή υπηρέτησαν σε κάποιο γραφείο, ΚΑΑΥ, ΛΑΦ κλπ.
Λυπάμαι και εξοργίζομαι για όλους αυτούς που προσπαθούν να μεταβάλλουν τους στρατιωτικούς σε δημοσίους υπαλλήλους πράγμα που σχεδόν έχουν καταφέρει φοβάμαι.
Ή που βάλλουν κατά του πενιχρού εισοδήματος των στελεχών σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Ή που αναφέρονται στους στρατιωτικούς σαν ένστολους, εξομοιώνοντας τους με όσους φορούν στολή (σεκιουριτάδες, θυρωρούς, λακέδες κλπ) λες και είναι το ίδιο.
Κάτω από το πρίσμα αυτής της εμπειρίας βλέπω με θλίψη και περιφρόνηση τις προσπάθειες ΄΄φιλικών΄΄ μας χωρών να καταρρακώσουν τον περήφανο λαό μας.
Λαοί και κράτη που όταν η ιστορία το ζήτησε έδειξαν θλιβερή δειλία και όμως τώρα τολμούν να κατηγορούν τον περήφανο λαό μας και να παριστάνουν τους προηγμένους. Σε τι άραγε;.
Ταυτόχρονα αισθάνομαι περηφάνια γιατί ήμουνα εκεί την συγκεκριμένη περίσταση και όχι σε κάποια αναπαυτική θέση ή μετάθεση.
Είχα και τέτοιες πολυτέλειες πριν και μετά στην σταδιοδρομία μου όχι μια φορά μόνο και είμαι ευγνώμων για αυτό. Ακόμα και τώρα όμως δεν αλλάζω αυτήν μου την εμπειρία με οποιαδήποτε άλλη είχα μέχρι σήμερα ή θα έχω στο μέλλον.
Ο επίλογος όσο με αφορά, δεν γράφτηκε με την επιστροφή στην μονάδα και στον γνώριμο καθημερινό πόλεμο.
Ο επίλογος για μένα γράφτηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 2001 ή το 2002, δεν θυμάμαι καλά.
Ένας από τους επικεφαλής της μονάδας την νύχτα των Ιμίων, από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος υπαξιωματικός μου, βρέθηκε κοντά στον τόπο κατοικίας μου και συναντηθήκαμε για να πιούμε ένα ποτήρι και να θυμηθούμε τα παλιά.
Όταν κάτι πιάσαμε για τα Ίμια, κόμπιασε, και με αργές κινήσεις έβγαλε το πορτοφόλι του από το οποίο έσυρε ένα χιλιοδιπλωμένο και χαρακωμένο χαρτί.
Μου λέει: ‘’το θυμάστε αυτό;’’ Το ξεδίπλωσα και με έκπληξη μου είδα τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Ήταν το τελευταίο σημείωμα με τις οδηγίες που με πόνο ψυχής είχα δώσει στο καθένα πριν αναχωρήσουμε από το στρατόπεδο, όχι γιατί πραγματικά το χρειαζόταν άλλα πιο πολύ από δική μου ανάγκη.
Αυτή ήταν η πιο σημαδιακή μου εμπειρία της στρατιωτικής μου διαδρομής την οποία δεν ανταλλάσω με τίποτα.
Αφιερώνω αυτό το κείμενο στους συντρόφους εκείνης της ιστορικής για μένα νύχτας.
Ήρωες δεν γίναμε αλλά είμαι σίγουρος πως όλοι μας όταν αναλογιζόμαστε εκείνες τις στιγμές, κάτι πάλλεται μέσα μας και αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς στην θλιβερή περίοδο που περνά η πατρίδα μας.
(Τα γεγονότα και τα πρόσωπα της παρακάτω ιστορίας είναι πραγματικά, αλλά ΔΕΝ αναφέρονται στην ταπεινότητά μου)