Την εβδομάδα αυτή, ο Ιησούς και οι μαθητές του είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα, φαινομενικά για να εορτάσουν το εβραϊκό Πάσχα, δηλαδή τη μεγάλη εθνική και θρησκευτική εορτή των Εβραίων, που αποτελεί ανάμνηση της διάβασης από την Ερυθρά Θάλασσα, στην Παλαιά Διαθήκη, με οδηγό το Μωυσή, και συμβολίζει το πέρασμα από τη δουλεία στην ελευθερία. Όπως προκύπτει όμως από τα ευαγγέλια, ο Χριστός γνώριζε τι τον περιμένει και είχε προειδοποιήσει τους μαθητές του (βλ. π.χ. κατά Ματθαίον, κεφ. 20, στίχοι 17-19: «Και αναβαίνων ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα παρέλαβε τους δώδεκα μαθητάς κατ’ ιδίαν εν τη οδω και είπεν αυτοίς. ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο υιος του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω, και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσιν [= σε ειδωλολάτρες, δηλ. στους Ρωμαίους] εις το εμπαίξαι και μαστιγώσαι και σταυρώσαι, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται»).
Γι’ αυτό η ημέρα της ανάστασης του Χριστού ονομάζεται «Πάσχα» (λέξη εβραϊκή, που σημαίνει πέρασμα): ο Χριστός σταυρώθηκε πάνω στο εβραϊκό Πάσχα εκείνης της χρονιάς και οι χριστιανοί θεωρούμε ότι άλλαξε το νόημα της ημέρας εκείνης και, αντί για πέρασμα από τη δουλεία στην ελευθερία, το έκανε πέρασμα από το θάνατο στη ζωή. Η πρώτη γραπτή αναφορά στη λέξη Πάσχα σε σχέση με την ανάσταση του Χριστού βρίσκεται ήδη στην Καινή Διαθήκη, στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, κεφ. 5, στίχος 7: «και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (διότι το δικό μας Πάσχα θυσιάστηκε για εμάς ο Χριστός).
Οι Εβραίοι, το Πάσχα, θυσιάζουν ένα αρνάκι, προσεχτικά επιλεγμένο, και πρέπει να το ψήσουν και να το φάνε χωρίς να σπάσουν τα οστά του. Οι χριστιανοί πιστεύουμε ότι το αρνάκι αυτό (ο «πασχάλιος αμνός») στην Παλαιά Διαθήκη είναι προτύπωση (προσυμβολισμός) της σταύρωσης του Χριστού, κατά την οποία δεν έσπασαν τα οστά του, αντίθετα με τους δύο ληστές που σταυρώθηκαν δίπλα Του, που οι Ρωμαίοι έσπασαν τα οστά των ποδιών τους για να τους θανατώσουν. Για το θέμα αυτό βλ. στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 19, στίχ. 31-37. Γι’ αυτό εξάλλου ο Ιησούς Χριστός, σε προφητείες όπως του Ησαΐα, κεφ. 53, παρομοιάζεται με αρνάκι (από εκεί η έκφραση «ως πρόβατον επί σφαγήν») και χαρακτηρίζεται «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (το αρνάκι του Θεού, που σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου), όπως Τον αποκάλεσε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (Ιω. 1, 29).
Η ανάσταση του Χριστού, κατά τους χριστιανούς, είναι η αρχή της γενικής ανάστασης όλων των ανθρώπων, όλων των λαών και των εποχών, που περιμένουμε ότι θα γίνει στο τέλος της Ιστορίας και την οποία προανήγγειλε ο Ιησούς Χριστός (π.χ. Ματθ. κεφ. 25, Ιωάννην, κεφ. 5, στίχοι 25-29, κ.α.). Έτσι, το Πάσχα δεν πανηγυρίζουμε μόνο την ανάσταση του Χριστού, αλλά τη βεβαιότητα της δικής μας ανάστασης. Γι’ αυτό λέμε ότι ο Χριστός «επάτησε τω θανάτω τον θάνατον» (καταπάτησε το θάνατο μέσω του θανάτου), εννοώντας το θάνατο όλων των ανθρώπων και όχι μόνο τον δικό Του.
Η σταύρωση του Χριστού ήταν η μεγαλύτερη πράξη υπακοής που μπορεί να κάνει ένας γιος προς τον πατέρα του και γενικά ένας άνθρωπος: υπάκουσε όταν ο Θεός του ζήτησε να πεθάνει. Επίσης είναι η μεγαλύτερη θυσία αγάπης που μπορεί να κάνει κάποιος: να πεθάνει για τους άλλους. Αυτά τα δύο ο Χριστός τα άφησε ως παράδειγμα για τους ανθρώπους και, όποιος τα πραγματοποιήσει στη ζωή του, εκείνος πλησιάζει το πρότυπο του Ιησού Χριστού.
Τέλος, προσφέροντας τη ζωή του σαν θυσία προς το Θεό (όπως οι αρχαίοι θυσίαζαν ζώα προς τιμήν των θεών), θεωρούμε ότι έκανε την «τέλεια θυσία», όχι μόνο γιατί θυσίασε τη δική του ζωή, αλλά και επειδή πρόσφερε αυτή τη θυσία μόνο υπέρ των άλλων, ενώ κάθε ιερέας προσφέρει τη λατρεία προς το Θεό και υπέρ των άλλων και υπέρ του εαυτού του. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη να σωθεί ο ίδιος, αλλά θυσιάστηκε μόνο για τους άλλους (ακόμη και για τους εχθρούς του, που, ως γνωστόν, συγχώρησε όταν ήταν σταυρωμένος, κατά Λουκάν, 23, 34).
Πώς καθορίζεται η ημερομηνία του Πάσχα
Επειδή ο Χριστός σταυρώθηκε πάνω στο εβραϊκό Πάσχα, όπως είπαμε, και γι’ αυτό η εορτή της ανάστασής του ονομάζεται Πάσχα, η ημερομηνία του καθορίζεται με οδηγό τον καθορισμό της ημερομηνίας του εβραϊκού Πάσχα.
Το εβραϊκό Πάσχα καθορίζεται από τη σελήνη, επειδή οι Εβραίοι (όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, οι Άραβες και άλλοι λαοί) έχουν σεληνιακό ημερολόγιο και όχι ηλιακό. Οι μήνες δηλαδή εκεί υπολογίζονται με βάση τις φάσεις της σελήνης και όχι με βάση την περιφορά της Γης, όπως στο δικό μας (ρωμαϊκής προελεύσεως) ηλιακό ημερολόγιο.
Έτσι, το χριστιανικό Πάσχα καθιερώθηκε και αυτό (από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού – όπου υπήρχε σε ορισμένους και η άποψη ότι πρέπει να συνεορτάζεται με το εβραϊκό Πάσχα, άποψη που όμως δεν επικράτησε – και επίσημα και τελεσίδικα από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μ.Χ.) να υπολογίζεται με βάση τη σελήνη και συγκεκριμένα αποφασίστηκε να είναι την Κυριακή μετά την πανσέληνο, που ακολουθεί την εαρινή ισημερία, ευρισκόμενο οπωσδήποτε μετά από το εβραϊκό Πάσχα, αφενός επειδή ο Ιησούς αναστήθηκε μετά το εβραϊκό Πάσχα, αφετέρου επειδή ο χριστιανισμός έρχεται μετά από την Παλαιά Διαθήκη και αποτελεί επόμενο, και κατά τη γνώμη μας τέλειο, στάδιο της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό.
Στην εποχή μας η ημερομηνία του Πάσχα δεν ταιριάζει πάντοτε επακριβώς στην Κυριακή αυτή, αλλά αυτός είναι ο αρχαίος τρόπος του καθορισμού του, όπως καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Περισσότερα για το θέμα αυτό μπορείτε να διαβάσετε, αν θέλετε, στη μελέτη του π. Γεωργίου Μανουσάκη «Το ζήτημα του ημερολογίου και ο τρόπος καθορισμού της εορτής του Πάσχα».
Ποιο είναι το νόημα της σταύρωσης και της ανάστασης του Χριστού – Γιατί ο Ιησούς Χριστός «έπρεπε να πεθάνει»;
Κατά την πνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο έχοντας από την αρχή σκοπό να ενωθεί με αυτόν. Το ον, μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτή η ένωση Θεού και κόσμου, είναι ο άνθρωπος.
Έτσι, ακόμη κι αν δεν είχε γίνει το προπατορικό αμάρτημα (δηλαδή η αμαρτία των πρωτοπλάστων, που κατά το χριστιανισμό απομάκρυνε συνολικά την ανθρωπότητα από το Θεό και έβαλε στον άνθρωπο την ισχυρή τάση προς το κακό), ο Υιός του Θεού θα γινόταν άνθρωπος, ώστε με γέφυρα αυτόν (τον Ιησού Χριστό) κάθε άνθρωπος να μπορεί να φτάσει στη θέωση, δηλαδή στην ένωση με το Θεό, όπως μπορεί να συμβεί και τώρα (αλλά δεν θα μπορούσε να συμβεί αν ο Θεός δεν είχε γίνει και άνθρωπος).
Φυσικά, η πορεία του Ιησού Χριστού στη γη θα ήταν ομαλή και ειρηνική και δεν θα περιελάμβανε το βασανισμό και τη σταύρωσή Του.
Όμως το προπατορικό αμάρτημα άλλαξε τα πράγματα. Την ιστορία του Αδάμ και της Εύας όλοι κάποτε την ακούσαμε. Ας διευκρινίσουμε ότι ο απαγορευμένος καρπός στον παράδεισο δεν ήταν «μήλο», αλλά «το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», το οποίο, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, σημαίνει την επιλογή του ανθρώπου να γνωρίσει είτε το καλό είτε το κακό. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται κυριολεκτικά ως ένα δέντρο, ούτε όμως και ότι οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό (ότι ήταν δηλαδή μειωμένης ηθικής και πνευματικής αντίληψης), γιατί αυτό θα σήμαινε ότι καλώς παρέβησαν την εντολή του Θεού. Αντίθετα, κατά τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, η παράβαση της θείας εντολής συσκότισε τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Ο Χριστός ήρθε στη γη ως δεύτερος και έσχατος (τελευταίος) Αδάμ. Έτσι, οι πράξεις του έχουν αντιστοιχία με του πρώτου Αδάμ (ανάλυση αυτού του θέματος γίνεται από τον απόστολο Παύλο στην επιστολή Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 15, μέσα στην Καινή Διαθήκη).
Ο Αδάμ έλαβε από το Θεό μια εντολή, την οποία παρέβη, με συνέπεια την απομάκρυνση όλης της ανθρωπότητας απ’ το Θεό, επειδή στον Αδάμ εμπεριέχεται εν δυνάμει όλη η ανθρωπότητα (η ιστορία του Αδάμ και της Εύας δίνεται με συμβολικό τρόπο στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά, κατά το χριστιανισμό, αντιστοιχεί σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας).
Ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, έλαβε επίσης μια εντολή από το Θεό Πατέρα: να μην αντιδράσει ενάντια στους εχθρούς του, αλλά να τους αφήσει να του κάνουν ό,τι θέλουν. Υπάκουσε αυτή την εντολή, παρά τη δυσκολία της και παρά το ότι, ως αληθινός άνθρωπος, προς στιγμήν λύγισε υπό το βάρος του φόβου, του πόνου και της αγωνίας. Η τέλεια αυτή υπακοή του δεύτερου Αδάμ θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από την πληγή που της είχε ανοίξει η παρακοή του πρώτου Αδάμ. Με αυτό τον τρόπο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η σταύρωση του Χριστού «έσωσε τον άνθρωπο».
Όπως έχουμε δεύτερο Αδάμ, έχουμε και δεύτερη Εύα, την Παναγία. Μόνο που, όπως, κατά την Παλαιά Διαθήκη, η πρώτη Εύα δημιουργήθηκε από το σώμα του Αδάμ (πράγμα που συμβολίζει την ισοτιμία μεταξύ τους), έτσι και ο δεύτερος Αδάμ δημιουργήθηκε από το σώμα της δεύτερης Εύας, δηλαδή γεννήθηκε από τη Θεοτόκο, και αυτό επίσης κατοχυρώνει την ισοτιμία των δύο φύλων, σύμφωνα με το χριστιανισμό.
Η πρώτη Εύα απέρριψε το λόγο του Θεού, ενώ η δεύτερη Εύα τον δέχτηκε, όταν είπε το «ναι» στον άγγελο κατά τον Ευαγγελισμό, παρά το ότι θα γινόταν μια άγαμη μητέρα και κινδύνευε με λιθοβολισμό. Γι’ αυτό η Παναγία χαρακτηρίζεται «των δακρύων της Εύας η λύτρωσις» (στίχος από τους Χαιρετισμούς), αλλά και η «γέφυρα», που ένωσε το Θεό με τους ανθρώπους.
Οι τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας και το περιεχόμενο της κάθε μέρας
Εδώ και αιώνες έχει επικρατήσει οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας (δηλ. οι εκκλησιαστικές τελετές που γίνονται κατά τη διάρκειά της) να τελούνται περίπου μισή μέρα νωρίτερα από την κανονική τους θέση.
Έτσι, την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ τελείται ο Όρθρος (πρωινή ακολουθία – το λεγόμενο στην Κρήτη «Αυγικό») της Μ. Δευτέρας. Τη Μ. Δευτέρα το βράδυ, ο Όρθρος της Μ. Τρίτης κ.ο.κ. Τα δώδεκα ευαγγέλια κανονικά διαβάζονταν τη Μ. Παρασκευή το πρωί, ο εσπερινός της αποκαθήλωσης γινόταν τη Μ. Παρασκευή το βράδυ, ο επιτάφιος θρήνος ψαλλόταν το Μ. Σάββατο το πρωί. Η πρωινή λειτουργία του Μ. Σαββάτου (που είναι ο εσπερινός του Πάσχα, ο οποίος καταλήγει σε θεία λειτουργία, λόγω της σπουδαιότητας της εορτής) γινόταν το βράδυ, ενώ η νυχτερινή λειτουργία του Μ. Σαββάτου (λειτουργία της Αναστάσεως) γινόταν το ξημέρωμα της Κυριακής.
Λόγοι γι’ αυτή τη μετατόπιση της ώρας, είναι ότι:
α) τα βράδια ήταν (και είναι ακόμη) ευκολότερο για τους περισσότερους ανθρώπους να συμμετάσχουν στις ακολουθίες, επειδή τις πρωινές ώρες εργάζονται,
β) η νύχτα βοηθάει να γίνουν οι ακολουθίες πιο κατανυκτικές, δηλ. πιο συγκινητικές και ευλαβικές,
γ) πολλά από τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού έγιναν νύχτα, άρα η νύχτα ταιριάζει περισσότερο στην ανάμνησή τους, που γίνεται μέσα στην εκκλησία, μέρα προς μέρα.
Κάθε μια από τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας είναι αφιερωμένη και σε κάποιο επιμέρους περιστατικό των Παθών.
Η Μεγάλη Δευτέρα (η ακολουΘία της ψάλλεται την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ) είναι αφιερωμένη στη μνήμη του αγίου και δικαίου Ιωσήφ, γιου του Ιακώβ, από την Παλαιά Διαθήκη, και στην άκαρπη συκιά, που την καταράστηκε ο Χριστός και ξεράθηκε μ’ ένα του λόγο.
Ο Ιωσήφ είναι προτύπωση (συμβολισμός) του Χριστού, γιατί πουλήθηκε από τα αδέρφια του και βασανίστηκε πολύ, ενώ ήταν αθώος, και τελικά συγχώρησε και απάλλαξε τ’ αδέρφια του από την αμαρτία τους, σώζοντας και ολόκληρο το λαό του από την πείνα και το θάνατο.
Η συκιά, που ξέρανε ο Χριστός καθώς πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, είναι ίσως το πιο παράξενο επεισόδιο στα ευαγγέλια. Ερμηνεύεται ως προτύπωση της συναγωγής των Εβραίων (δηλ. της εβραϊκής θρησκείας), που δε φέρνει πια καρπούς σωτηρίας για τον άνθρωπο (η συκιά ήταν άκαρπη) και που η αξία της τελειώνει με τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού.
Η Μεγάλη Τρίτη (Μ. Δευτέρα βράδυ) είναι αφιερωμένη στην παραβολή των δέκα παρθένων (κατά Ματθαίον, κεφ. 25, στίχοι 1-13). Λέει ότι δέκα κορίτσια είχαν βγει να προϋπαντήσουν το γαμπρό σε κάποιο γάμο. Όμως εκείνος άργησε και αποκοιμήθηκαν. Όταν ο Νυμφίος (γαμπρός) ήρθε, οι κοπέλες ξύπνησαν, αλλά «οι λαμπάδες τους» έσβηναν. Οι πέντε απ’ αυτές (οι «φρόνιμες» = συνετές) είχαν μαζί τους λάδι και ανανέωσαν τη φλόγα, αλλά οι άλλες πέντε (οι «μωρές» = ανόητες, επιπόλαιες) δεν είχαν. Έτσι, μέχρι να βρουν να αγοράσουν, ο Γαμπρός μπήκε στο σπίτι του γάμου, έκλεισε η πόρτα και έμειναν απ’ έξω.
Όπως φαίνεται στα λόγια του Χριστού, ο γαμπρός της ιστορίας συμβολίζει το Χριστό, που όλοι περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία Του, αλλά αυτή καθυστερεί. Θα έρθει ξαφνικά («μέσα στη νύχτα») και τότε κάποιοι θα είναι έτοιμοι να εμφανιστούν μπροστά Του, γιατί θα είναι καλοί άνθρωποι, ενώ κάποιοι άλλοι θα είναι ανέτοιμοι (επειδή φέρθηκαν ανόητα και δε φρόντισαν να καθαρίσουν την καρδιά τους) και θα μείνουν έξω από «το γάμο», δηλαδή τη βασιλεία του Θεού (τον παράδεισο). Το λάδι των λαμπάδων (που προφανώς ήταν ένα είδος λυχναριού) συμβολίζει τις αρετές που χρειάζεται να έχουμε στην ψυχή μας, για να φωτίζει, όπως η λαμπάδα.
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στη μνήμη της αμαρτωλής γυναίκας (πόρνης) που μετανόησε, πίστεψε στο Χριστό και άλειψε τα πόδια του με μύρο. Ο Όρθρος ψάλλεται τη Μ. Τρίτη το βράδυ και στο τέλος ψάλλεται και το υπέροχο και πασίγνωστο τροπάριο της αγίας Κασσιανής της Υμνογράφου, που μιλάει γι’ αυτό το γεγονός. Το όνομα αυτής της γυναίκας είναι άγνωστο και δεν έχει σχέση με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως λέει κάποιος διαδεδομένος μύθος.
Η Μεγάλη Πέμπτη (Μ. Τετάρτη βράδυ) είναι αφιερωμένη στο «νιπτήρα», δηλ. στο ότι ο Χριστός, πριν αρχίσει ο Μυστικός Δείπνος, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, διδάσκοντας ότι «πρώτος» στα μάτια του Θεού είναι όποιος υπηρετεί τους άλλους.
Ξημερώνοντας η Μ. Πέμπτη, γίνεται ο εσπερινός της Μ. Παρασκευής, που μετατρέπεται σε θεία λειτουργία δίνοντας τη δυνατότητα στους χριστιανούς να κοινωνήσουν.
Η Μ. Παρασκευή (Μ. Πέμπτη βράδυ) είναι αφιερωμένη στο Μυστικό Δείπνο, στην προσευχή στην Γεσθημανή, στην προδοσία του Ιούδα, στη σύλληψη του Ιησού, στην ανάκριση από τον Άννα, στην Άρνηση του Πέτρου και στην καταδίκη του Χριστού από τον Καϊάφα. Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ διαβάζονται τα δώδεκα ευαγγέλια, δηλ. δώδεκα κομμάτια από τα τέσσερα ευαγγέλια, που διηγούνται την ιστορία του θείου Πάθους από το Μυστικό Δείπνο μέχρι τη σταύρωση, την αποκαθήλωση και την ταφή του Χριστού.
Τη Μεγάλη Παρασκευή ψάλλεται ο επιτάφιος θρήνος, ενώ το Μεγάλο Σάββατο (το μόνο Σάββατο του χρόνου που νηστεύουμε το λάδι) είναι αφιερωμένο στην Ταφή του Χριστού και στην «Εις Άδου Κάθοδο»:
Ο Κύριος, αφού ξεψύχησε στο σταυρό, κατέβηκε στον «Άδη», στον τόπο των νεκρών. Εκεί δίδαξε τις ψυχές των αρχαίων νεκρών όλων των λαών, τις πήρε (καταργώντας τον Άδη) και τις έφερε στον τόπο όπου πηγαίνουν οι νεκροί τώρα (στον «ουρανό», όπως λέμε), ένα τόπο προσωρινού θανάτου, όπου περιμένουμε την ανάσταση όλων μας, κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτή η σκηνή απεικονίζεται στην ορθόδοξη εικόνα της Ανάστασης του Χριστού, όπου σηκώνει συμβολικά από τους τάφους ένα γέρο και μια γριά (τον Αδάμ και την Εύα). Γύρω Του στέκονται ο άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος και άλλες ψυχές νεκρών, κυρίως άγιοι που έζησαν προ Χριστού (της Παλαιάς Διαθήκης).
Αναφορά στο θέμα γίνεται στην Α΄ επιστολή του αποστόλου Πέτρου (μέσα στην Καινή Διαθήκη), κεφ. 3, 19-20, και κεφ. 4, 6, όπου αναφέρεται ότι ο Κύριος «και νεκροίς ευηγγελίσθη» (έδωσε το μήνυμα του ευαγγελίου και στους νεκρούς).
Και φυσικά η Κυριακή του Πάσχα – όπως και κάθε Κυριακή, όλο το χρόνο – είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού.
Καλή Ανάσταση!