Είναι η γιορτή, με την οποία κλείνει το «άγιο 12ήμερο», το οποίο άρχισε την ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά παρατείνεται άτυπα ώς τις 7 Ιανουαρίου, εορτή του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, εκείνου που, «μία μέρα πριν», τέλεσε τη Βάπτιση του Χριστού.
Ο Ιησούς Χριστός βαπτίστηκε στην αρχή της ηλικίας των 30 ετών, όπως αναφέρεται στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 3, στίχος 23. Επίσης γνωρίζουμε ότι σταυρώθηκε 33 ετών, όχι μόνο από την αρχαία χριστιανική παράδοση, αλλά και από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, το οποίο, κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού, αναφέρει τρεις φορές την εορτή του (εβραϊκού) Πάσχα, δηλ. τη γιορτή της ανάμνησης της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας από τον εβραϊκό λαό με οδηγό το Μωυσή (Ιωάν. κεφ. 2, στίχ. 13, κεφ. 6, στ. 4 και κεφ. 11, από τον στ. 55 και μετά). Συνεπώς ο Ιησούς εδίδασκε για τρία χρόνια και, αφού είχε αρχίσει σε ηλικία 30 ετών (όταν βαπτίστηκε), άρα σταυρώθηκε 33 ετών.
Η Βάπτιση του Κυρίου δεν ήταν όπως η δική μας βάπτιση, δηλαδή ο Χριστός δεν βαφτίστηκε για να γίνει χριστιανός. Ο Χριστός δεν είναι χριστιανός, αλλά ο Οδηγός των χριστιανών, αφού «χριστιανός» θα πει άνθρωπος που ζει έτσι όπως δίδαξε ο Χριστός. Ο Χριστός, ως άνθρωπος, ήταν μέλος της εβραϊκής θρησκείας, δηλαδή της θρησκείας που υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη, στον εβραϊκό λαό, προ Χριστού. Αυτή η θρησκεία είχε μερικά βασικά χαρακτηριστικά: (α) πίστευε ότι υπάρχει μόνον Ένας Θεός και όχι οι πολλοί θεοί των ειδωλολατρικών θρησκειών, (β) πίστευε ότι ο Θεός έχει κάνει συμφωνία με τον εβραϊκό λαό (ο οποίος έτσι είχε γίνει «περιούσιος» λαός, δηλαδή «περιουσία του Θεού», λαός που ανήκε στο Θεό), ώστε ο μεν λαός να λατρεύει το Θεό, ο δε Θεός να προστατεύει το λαό, (γ) περίμενε ότι κάποτε ο Θεός θα στείλει έναν ουράνιο βασιλιά, που θα κυβερνήσει το λαό για πάντα και θα φέρει στην κόσμο την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, αλλά και τη λατρεία του αληθινού Θεού, καταργώντας τη λατρεία ψεύτικων θεών (που συχνά ήταν άγριοι, επιθετικοί και αιμοδιψείς, δηλ. ουσιαστικά συμπεριφέρονταν σαν δαίμονες), δηλαδή την ειδωλολατρία.
Αυτός ο θεόσταλτος βασιλιάς (που τον ερχομό Του είχαν προαναγγείλει οι προφήτες επί σειρά τουλάχιστον δέκα αιώνων) χαρακτηριζόταν «Χριστός», δηλαδή «χρισμένος» από το Θεό, εξουσιοδοτημένος να επιτελέσει την αποστολή που θα του έχει ανατεθεί. (Σημείωση: στα εβραϊκά η λέξη Χριστός είναι «Μεσσίας»). Γι’ αυτό εμείς ονομάζουμε «Χριστό» τον Ιησού: εννοούμε ότι Εκείνος είναι ο «Χριστός του Κυρίου», ο εξουσιοδοτημένος βασιλιάς που είχαν προφητεύσει οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη και που περίμενε με αγωνία ο λαός του Θεού. Μόνο που οι χριστιανοί θεωρούμε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν (και είναι) πνευματικός βασιλιάς, όχι πολιτικός ηγέτης ή πολέμαρχος, και η βασιλεία που έφερε στον κόσμο είναι η βασιλεία των ουρανών, η οποία προς το παρόν υπάρχει μέσα μας (το είπε και ο ίδιος, ευαγγέλιο κατά Λουκάν, κεφ. 17, στ. 21) και μόνο μετά τη Δευτέρα Παρουσία (δηλ. την επιστροφή του Χριστού, στο τέλος της ανθρώπινης ιστορίας) θα επικρατήσει γενικά στον κόσμο.
Το να είναι βέβαια μέσα μας η βασιλεία των ουρανών είναι κάτι σπουδαίο, γιατί διαμορφώνει ανθρώπους γεμάτους αγάπη και καλοσύνη, αλλά και πίστη, αισιοδοξία και γενναιότητα, ή τουλάχιστον ανθρώπους που αγωνίζονται να κατακτήσουμε αυτές τις αξίες και τα εφόδια και να ζήσουν με αγάπη προς το Θεό και προς όλους τους ανθρώπους. Απλώς, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να επιβληθεί παγκόσμια, επειδή ο χριστιανισμός, στην αυθεντική του μορφή, είναι ελεύθερος και δεν επιβάλλεται με τη βία. Όμως μόνο με τη βία μπορείς να επιβάλεις κάτι ολοκληρωτικά – συνεπώς η μάχη καλού και κακού, κατά τους χριστιανούς, θα συνεχίζεται μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, μέχρι τότε πολλοί θα πέφτουν στο σκοτάδι της κακίας τους, αλλά και πολλοί άλλοι θα λάμπουν από το Φως της αγάπης που δίδαξε ο Χριστός, και μόνο κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έχουμε την τελικά νίκη του καλού, του φωτός, της ζωής, με μια λέξη: του Χριστού, ενάντια στις δυνάμεις του κακού, του σκότους, του θανάτου, δηλαδή του διαβόλου. Το θέμα αυτό το βλέπουμε και σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής, αλλά προπαντός στα δύο τρία τελευταία κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου της Καινής Διαθήκης, που είναι η Αποκάλυψη.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
Ο τελευταίος από τους προφήτες, που λάμβαναν μια πνευματική κλήση (κάλεσμα) από το Θεό, άρχιζαν δημόσια δράση και καλούσαν το λαό σε μετάνοια και ηθική ζωή, ζητούσαν από τους άρχοντες και τους βασιλιάδες εντιμότητα και δικαιοσύνη, αλλά και προφήτευαν τον ερχομό του Χριστού, ήταν ο Ιωάννης.
Ο Ιωάννης, σύμφωνα με το κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 1, γεννήθηκε έξι μήνες πριν από το Χριστό και η μητέρα του, η αγία Ελισάβετ, ήταν συγγενής της Παναγίας. Κατά την παράδοση ήταν πρώτη εξαδέλφη της (η μητέρα της Παναγίας, η αγία Άννα, και η μητέρα της Ελισάβετ, η Σοββί, ήταν αδελφές). Άρα ο άγιος Ιωάννης ήταν δεύτερος εξάδελφος του Χριστού. Όμως, σύμφωνα με το κατά Λουκάν, ο Ιωάννης είχε βγει και ζούσε στην έρημο από μικρός (Λουκ. 1, 80) και όπως φαίνεται δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Ιησού, μέχρι την ημέρα που Εκείνος ήρθε στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη, εκεί που ο Ιωάννης εδίδασκε (αναφέρεται αυτό στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 1, στίχ. 31-34 – το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο δεν το έγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά ένας από τους 12 αποστόλους, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω).
Επισημαίνω ότι για μας τους χριστιανούς είναι αδιανόητο να υποθέσουμε ότι, επειδή Ιησούς και Ιωάννης ήταν συγγενείς, είχαν συμφωνήσει οι δυο τους να παρουσιάζει ψευδώς ο Ιωάννης τον Ιησού ως Μεσσία. Και οι δύο έζησαν και πέθαναν χωρίς να κερδίσουν τίποτε, ούτε πλούτη, ούτε εξουσία, ούτε γλέντια και απολαύσεις – θυσίασαν τη ζωή τους για την αλήθεια που υποστήριζαν και για την ωφέλεια των ανθρώπων. Οι απατεώνες δεν κάνουν κάτι τέτοιο.
Ο Ιωάννης λοιπόν ζούσε στην έρημο που βρίσκεται γύρω από τον ποταμό Ιορδάνη, ήταν ερημίτης με πολύ ασκητική ζωή και προφήτης. Δίδασκε τους ανθρώπους να μετανοούν για τις αμαρτίες τους, βεβαιώνοντάς τους ότι «πλησίασε η βασιλεία των ουρανών» (δείτε κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 3). Εκείνος (και όχι ο Χριστός) είπε τη φράση «όποιος έχει δύο χιτώνες, να δίνει τον ένα σ’ εκείνον που δεν έχει» (Λουκ. 3, 11). Χιλιάδες άνθρωποι έρχονταν να τον ακούσουν, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Το ότι η χώρα τους (όπως και όλη η Μεσόγειος) ήταν υπόδουλη στους Ρωμαίους, αύξανε την ανάγκη των ανθρώπων ν’ ακούσουν ένα λόγο Θεού, ελπίζοντας και στον ερχομό του Μεσσία, για τον οποίο νόμιζαν πως θα κάνει επανάσταση, για να τους ελευθερώσει από τους Ρωμαίους (όπως ο δικός μας λαός, τους αιώνες της Τουρκοκρατίας, περίμενε το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» και άλλοι λαοί περίμεναν διάφορους μυθικούς ηγέτες να τους ελευθερώσουν και να τους καθοδηγήσουν).
Έρχονταν λοιπόν οι άνθρωποι, άκουγαν τον Ιωάννη και στη συνέχεια έμπαιναν μέσα στον ποταμό, εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους και ο Ιωάννης τους έριχνε νερό στο κεφάλι, σημάδι ότι, όπως το νερό καθαρίζει, έτσι και η ψυχή τους είχε καθαριστεί με την εξομολόγηση που έκαναν (δείτε κατά Ματθαίον 3, στ. 6). Αυτό ήταν το βάπτισμα του Ιωάννη, «βάπτισμα μετανοίας» και όχι βάπτισμα σωτηρίας όπως το βάπτισμα που δίδαξε αργότερα ο Χριστός. Ήταν δηλαδή βάπτισμα που σήμαινε ότι ο άνθρωπος μετανόησε και συγχωρέθηκε όχι βάπτισμα που ένωνε τους ανθρώπους με το Χριστό, όπως κάνει το χριστιανικό βάπτισμα. Γι’ αυτό, ο ίδιος ο Ιωάννης έλεγε: «εγώ σας βαφτίζω σε νερό, για τη μετάνοια· εκείνος όμως που έρχεται πίσω μου είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε να κρατήσω τα υποδήματά του· εκείνος θα σας βαφτίσει σε Πνεύμα Άγιο και φωτιά» (Ματθ. 3, 11).
Για το βάπτισμα του Ιωάννη να προσθέσουμε ότι, μερικά χρόνια μετά την ανάσταση του Χριστού και την ίδρυση της Εκκλησίας (του χριστιανισμού), ο απόστολος Παύλος συνάντησε δώδεκα άνδρες, που πίστευαν στο Χριστό και θεωρούσαν τον εαυτό τους βαφτισμένο. Τους ρώτησε (ίσως για να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα αυτού που έλεγαν) αν έλαβαν το Άγιο Πνεύμα όταν έγιναν χριστιανοί, εκείνοι όμως του απάντησαν ότι δεν έχουν ούτε ακουστά το Άγιο Πνεύμα. «Σε τι λοιπόν βαφτιστήκατε;» τους ρωτά. Και απαντούν: «Εις το Ιωάννου βάπτισμα». Τότε ο Παύλος τους εξήγησε ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν απλώς «βάπτισμα μετανοίας» (από εκεί είναι αυτός ο όρος), ενώ εκείνος προσανατόλιζε το λαό να πιστέψει στον επόμενο από αυτόν, τον Ιησού Χριστό. Οι δώδεκα λοιπόν αυτοί άνθρωποι βαφτίστηκαν στο όνομα του Ιησού Χριστού και ο Παύλος έθεσε πάνω τους τα χέρια του (το αντίστοιχο του δικού μας χρίσματος, όταν δηλαδή «μυρώνουμε» το νεοφώτιστο με άγιο μύρο) και τους μεταδόθηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται στο βιβλίο Πράξεις των αποστόλων ( που το έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς και βρίσκεται μέσα την Καινή Διαθήκη, αμέσως μετά τα Ευαγγέλια), στην αρχή του κεφαλαίου 19.
Η Βάπτιση του Χριστού
Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον Ιορδάνη και ο Ιωάννης, όταν τον είδε, διακήρυξε «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (κατά Ιωάννην, 1, 29), δηλ. «να το αρνάκι του Θεού, που σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου», δηλαδή που θα θυσιαστεί – όπως θυσίαζαν τα αρνάκια – για να συγχωρεθεί η αμαρτία όλου του κόσμου. Και ο Ιησούς ζήτησε να βαπτιστεί από τον Ιωάννη και ο Ιωάννης δεν ήθελε να τον βαπτίσει, επειδή ένιωθε πολύ κατώτερος από Εκείνον, αλλά ο Κύριος του είπε «άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15), δηλ. «μην αντιλέγεις, έτσι πρέπει να κάνουμε ώστε να εκπληρώσουμε πλήρως τις εντολές του Θεού». Τότε ο Ιωάννης Τον βάπτισε και ο Ιησούς «ανέβη ευθύς από του ύδατος» (στ. 16), δηλ. χωρίς να εξομολογηθεί, γιατί δεν είχε αμαρτίες να πει. Και τότε, σύμφωνα με τα ευαγγέλια, το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε πάνω Του με μορφή περιστεριού, ενώ ακούστηκε η φωνή του Θεού Πατέρα, που είπε «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (δηλ. που έχει την ευλογία και την εύνοιά μου, Ματθ. 3, 17). Τα παραπάνω αναφέρονται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κεφ. 3, Μάρκον κεφ. 1, Λουκάν κεφ. 3, και κατά Ιωάννην, κεφ. 1.
Γι’ αυτό το λόγο οι χριστιανοί θεωρούμε ότι η στιγμή της Βάπτισης του Χριστού είναι μια κορυφαία στιγμή αποκάλυψης του Τριαδικού Θεού στους ανθρώπους: ο Θεός Πατέρας μίλησε, ο Υιός, ως άνθρωπος, ήταν μέσα στον ποταμό και το Άγιο Πνεύμα φανερώθηκε σαν περιστέρι. Αυτός είναι ο λόγος που η εορτή της 6ης Ιανουαρίου ονομάζεται «Θεοφάνεια», δηλαδή εμφάνιση, φανέρωση, αποκάλυψη του Θεού. Ονομάζεται επίσης και «ημέρα των Φώτων» (τα Φώτα), επειδή, όπως εξηγούν οι ιστορικοί, τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, που οι χριστιανοί βαπτίζονταν ενήλικες, όχι μωρά, πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να γίνουν χριστιανοί προγραμμάτιζαν τη βάπτισή τους την ημέρα της εορτής της Βάπτισης του Χριστού. Επειδή λοιπόν οι «νεοφώτιστοι», όπως λέμε, δηλαδή οι μόλις βαπτισμένοι, κρατούν μια αναμμένη λαμπάδα (σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού «εσείς είστε το φως του κόσμου και πρέπει να φωτίζετε τους ανθρώπους με τα καλά σας έργα», Ματθ. 5, 14-16), εκείνη τη μέρα ο τόπος ήταν γεμάτος φώτα (αναμμένες λαμπάδες), γι’ αυτό ονομάστηκε ημέρα των Φώτων.
Το βάπτισμα από τον Ιωάννη δεν πρόσφερε τίποτε στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη να βαπτιστεί από τον Ιωάννη, ούτε από κανέναν άλλο. Όμως πήγε και βαπτίστηκε, πρώτον για να επιβεβαιώσει ότι ο Ιωάννης ήταν αληθινός προφήτης και όχι απατεώνας, δεύτερον για να αγιάσει τα ύδατα (τα νερά) και ολόκληρο τον φυσικό κόσμο. Αυτή ήταν επίσης η στιγμή που ο Θεός Πατέρας διακήρυξε επίσημα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Υιός του Θεού.
Εκτός των άλλων, όπως εξηγεί ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν: «Ο Χριστός δεχόμενος το βάπτισμα ταυτίζεται με τους ανθρώπους, με όλους τους αμαρτωλούς ανεξαιρέτως. Ταυτίζεται με κάθε αμαρτωλό που χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία και αναγέννηση… Ταυτίζεται με όλους και με τον καθένα μας. Με το Βάπτισμά Του δείχνει πως δεν ήρθε για να κρίνει η να καταδικάσει, ούτε για να φέρει αντικειμενικούς νόμους και κανόνες, από το ύψος της τελειότητας και Θεότητάς Του, αλλά για να ενωθεί μαζί μας έτσι, ώστε γινόμενος ένας από μας να μας καταστήσει μετόχους της τέλειας και αναμάρτητης ζωής Του. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έλεγε γι’ Αυτόν, “ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου!” (Ιωάν. 1,29)» (από εδώ: http://o-nekros.blogspot.com/2022/01/blog-post_8.html).
Η ίδρυση του χριστιανικού βαπτίσματος
Αν και ο Κύριος, με το να έρθει να βαπτιστεί, μας έδωσε ένα παράδειγμα προς μίμησιν (όπως και με όλα όσα έκανε και αναφέρονται στα Ευαγγέλια), όμως η ίδρυση του δικού Του βαπτίσματος, του χριστιανικού, δεν έγινε κατά τη Βάπτισή του, αλλά όταν έστειλε τους μαθητές του (τους αποστόλους) να διδάξουν και να βαπτίσουν «όλα τα έθνη» εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (με αυτά τα λόγια τελειώνει το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο). Επίσης ο Κύριος αναφέρθηκε στο βάπτισμα και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν είπε στο Νικόδημο (έναν άρχοντα που είχε έρθει κρυφά να μιλήσει μαζί Του και που αργότερα προσπάθησε να τον υπερασπιστεί κατά τη συνωμοσία εναντίον Του και τελικά συνέβαλε στην ταφή Του) «εάν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία των ουρανών» (κατά Ιωάννην 3, στ. 5)· «νερό και πνεύμα» θεωρούμε ότι εννοεί την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου μέσω του βαπτίσματος και του Αγίου Πνεύματος. (Σχετικά με τον άγιο Νικόδημο βλ. επίσης Ιωάνν. 7, στ. 50-52, και 19, στ. 39).
Εκτός αυτού, όταν ένας στρατιώτης τρύπησε με τη λόγχη του την πλευρά του Κυρίου, όταν Εκείνος ήταν νεκρός πάνω στο σταυρό, έρευσε από την πληγή «αίμα και ύδωρ» (Ιωάνν. 19, 34). Οι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλ. οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, ερμηνεύουν αυτό το συμβάν λέγοντας ότι το αίμα συμβόλιζε τη θεία κοινωνία και το ύδωρ (νερό) το βάπτισμα, δηλαδή τα δύο βασικά στοιχεία (σε τελετουργικό επίπεδο) που φέρνουν κάποιον στην πίστη του Χριστού και τον κρατούν σ’ αυτήν.
Τέλος, να πούμε, ως επεξήγηση των λόγων του Χριστού προς τον άγιο Ιωάννη, όταν επρόκειτο να βαπτιστεί, ότι ολόκληρη η ζωή του Ιησού Χριστού, ως ανθρώπου, καθώς και ο σταυρικός θάνατός Του, ήταν πράξεις υπακοής Του προς τον Θεό Πατέρα. Αν και, κατά τους χριστιανούς, και ο ίδιος ο Χριστός είναι πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός), ήρθε στη γη ως άνθρωπος και έκανε την απόλυτη πράξη υπακοής προς το Θεό: άφησε να τον σκοτώσουν και μάλιστα με έναν απίστευτα οδυνηρό θάνατο. Αυτή η πράξη θεωρούμε ότι ανέτρεψε το προπατορικό αμάρτημα (την αμαρτία του Αδάμ και της Εύας, που συμβολίζεται με την ιστορία του απαγορευμένου καρπού – η αμαρτία αυτή θεωρείται ότι ήταν η αλαζονεία και η δίψα για εξουσία και δύναμη, σύμφωνα με τα λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, ότι ο διάβολος είπε στους πρωτοπλάστους «θα είστε σαν θεοί αν φάτε από εκεί», βιβλίο Γένεσις, κεφ. 3, στ. 5, δηλ. είναι ένα αμάρτημα που το επαναλαμβάνουμε όλοι, τηρουμένων των αναλογιών, σε κάθε γενιά) και στη συνέχεια ο Χριστός αναστήθηκε ως «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (επιστολή αποστόλου Παύλου προς Κολοσσαείς, 1, 18, Αποκάλυψις Ιωάννου 1, 5), δηλ. ως ο πρώτος νεκρός που ανασταίνεται για να ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι στην κοινή ανάσταση όλων κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του.
Τα Θεοφάνεια, η χριστιανική «γιορτή της φύσης»
Εδώ και αρκετά χρόνια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει κηρύξει την 1η Σεπτεμβρίου (την εκκλησιαστική πρωτοχρονιά – «αρχή της Ινδίκτου») ημέρα προσευχής υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος. Το μέτρο αυτό αναμφίβολα είναι ωραίο και ορθό. Μάλιστα, ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) έχει επισημάνει ότι θα έπρεπε ο σύγχρονος χριστιανός να θεωρεί ηθικές εκτροπές, δηλαδή αμαρτίες, και τις πράξεις του που καταστρέφουν το περιβάλλον.
Καλό είναι πάντως να γνωρίζουμε, συμπληρωματικά προς τα παραπάνω, ότι η ημέρα, που φαίνεται να συνδέεται από την ορθόδοξη παράδοση περισσότερο με το περιβάλλον, είναι η εορτή των Φώτων, δηλαδή τα Θεοφάνεια, η εορτή της Βάπτισης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η 6η Ιανουαρίου. Εκείνη την ημέρα, ο Κύριος, ερχόμενος «ως άνθρωπος εν ποταμώ» (σύμφωνα με ένα εξαιρετικό τροπάριο της εορτής), «αγίασε τα ύδατα» και συνέτριψε «τας κεφαλάς των εκείσε εμφωλευόντων δρακόντων», δηλ. τα απάλλαξε από οποιαδήποτε κακοποιό ενέργεια των δαιμόνων, όπως αναφέρουν οι ευχές (λειτουργικές προσευχές) της τελετής του Μεγάλου Αγιασμού. Οι αναφορές των ευχών αυτών στο φυσικό περιβάλλον και τη σχέση του Θεού με αυτό είναι μεγαλειώδεις και συγκλονιστικές και εκφράζουν την πεποίθηση των χριστιανών ότι «σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί». Είναι εφάμιλλες του περίφημου «ύμνου των Τριών Παίδων», που ψάλλεται στις εκκλησίες μας το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και προσκαλεί όλη την κτίση σ’ ένα χορό δοξολογίας του μεγαλείου και της αγάπης του Θεού.
Γι’ αυτό το λόγο την ημέρα εκείνη τελείται ο «αγιασμός των υδάτων», που συνεπάγεται αγιασμό όλης της κτίσεως (της δημιουργίας του Θεού, δηλ. του φυσικού περιβάλλοντος), η οποία αρδεύεται με αυτά τα αγιασθέντα ύδατα. Και ο λαός μας, είτε μέσω των ιερέων είτε λαμβάνοντας με τα ίδια του τα χέρια από το αγιασμένο ύδωρ, ραντίζει το σπίτι του, τα ζώα του, το περιβόλι του και γενικά όλο τον κόσμο του, αιτούμενος τη χάρη και την ευλογία του Κυρίου γι’ αυτά (κανονικά ο ιερέας περνάει και φωτίζει, αλλά σήμερα υπάρχουν δυσκολίες γι’ αυτό το θέμα, που νομίζω πως καλό είναι να ξεπεραστούν με καλή θέληση και πίστη). Εννοείται ότι ο Αγιασμός δεν χαλάει, όσα χρόνια κι αν φυλαχθεί, καθώς επίσης και ότι, κατ’ εμάς τους χριστιανούς, προφανώς δεν μεταδίδει μικρόβια (ή …ιούς). Όχι μόνο «στους πιστεύοντες», αλλά γενικώς.
Οι λαϊκές παραδόσεις
Η σχέση της ημέρας των Φώτων με το φυσικό περιβάλλον αποτυπώνεται όμορφα στις λαϊκές παραδόσεις του ορθόδοξου ελληνικού λαού για την ημέρα αυτή. Κατ’ αρχάς, εκείνη την ημέρα, κατά τη νεοελληνική μυθολογία, «φεύγουν ο καλικάντζαροι» και επιστρέφουν στα σκοτεινά έγκατα της γης, αποδιωγμένοι από τη δύναμη του αγιασμού. Ενάντια στους καλικάντζαρους, που προσπαθούν όλο το χρόνο να καταστρέψουν τον κόσμο και το άγιο 12ήμερο αντιμάχονται τον εορτασμό του Χριστού, κινείται ο λαός μας με αρχαιοελληνικό «αποτρεπτικό» τρόπο, με τα ρουγκατσάρια, τους μωμόγερους και άλλα αντίστοιχα έθιμα μεταμφιέσεων, που δεν ανήκουν βέβαια στον πνευματικό εορτασμό της ημέρας, αλλά στη λαϊκή παράδοση, που αναμιγνύει αρχαιοελληνικά στοιχεία με χριστιανικά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εύστοχα και επιτυχημένα.
Επίσης, ο λαός πίστευε ότι, τη νύχτα που ξημερώνουν τα Φώτα, «τα ζώα μιλούν», αλλά οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να προσπαθήσουν ν’ ακούσουν την ανθρώπινη φωνή τους, γιατί δεν έχουν αυτό το δικαίωμα και, αν το επιχειρήσουν, διαπράττουν ασέβεια και θα τιμωρηθούν (μήπως εδώ έχουμε μια πρώιμη υπενθύμιση – έστω και με μυθικό τρόπο – ότι υπάρχουν και δικαιώματα των ζώων;).
Τέλος, μια παράδοση από την ιδιαίτερη πατρίδα μας, την Κρήτη, μας λέει ότι την παραμονή των Φώτων, ημέρα νηστείας, οι νοικοκυρές μαγείρευαν τα «φωτοκόλλυβα» ή «παλληκάρια», μια πανσπερμία οσπρίων μαζί με σιτάρι (γι’ αυτό χαρακτηρίζονταν «κόλλυβα»), φαγητό που – όπως και πολλά έθιμα του λαού μας – έρχεται από την αρχαία εποχή. Τα έτρωγαν αλάδωτα και έδιναν ένα μέρος να το φάνε τα ζώα τους (τα «ζευτικά», δηλ. βόδια και γαϊδουράκια, αυτά που είχαν οργώσει τα χωράφια για να σπαρθούν τα όσπρια και το σιτάρι) και επίσης έριχναν μικρή ποσότητα και στο δώμα (στην ταράτσα), να το φάνε τα πουλιά του ουρανού, λέγοντας «φάτε, πουλιά, του ζευγαριού και του ζευγά τον κόπο» (ζευγάρι = τα ζώα που οργώνουν, ζευγάς = ο γεωργός). Έτσι, ο παραδοσιακός γεωργός προσπαθούσε να κάνει όλη τη δημιουργία (όλο τον φυσικό κόσμο) συμμέτοχη στον εορτασμό.
Τα έθιμα των Φώτων έχουν μελετηθεί πολύ από τους λαογράφους, όπως και τα λαϊκά έθιμα όλων των χριστιανικών μας εορτών. Συγκροτούν έναν πολιτισμό, που μεταφέρει μηνύματα και παραδείγματα σχέσεων: σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, με το φυσικό περιβάλλον, με το Θεό και με τον εαυτό μας. Σχέσεων, που και σήμερα αποτελούν αίτημα για τον βασανισμένο και εξουθενωμένο άνθρωπο της εποχής μας, που αναζητά στηρίγματα, τα οποία υπάρχουν ισχυρά στον πολιτισμό μας, αλλά δεν τα θυμόμαστε πια…
Στις 7 Ιανουαρίου, τέλος, έχουμε τη «σύναξη του Τιμίου Προδρόμου», μια τιμητική εορτή, λόγω της συμμετοχής του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη βάπτιση του Χριστού (ενώ η κυριότερη γιορτή του Τιμίου Προδρόμου είναι η αποτομή της κεφαλής του, δηλ. η ανάμνηση του αποκεφαλισμού του, 29 Αυγούστου). Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (λέγεται έτσι επειδή προετοίμασε το δρόμο για τον ερχομό του Χριστού) είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, τον «ευαγγελιστή της αγάπης», έναν από τους 12 μαθητές του Χριστού, ο οποίος έγραψε το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, τρεις επιστολές που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη και την Αποκάλυψη.
Καλή φώτιση, λοιπόν, φίλοι και αδελφοί, «με την ευλογία του Ιορδάνου» για όλο τον κόσμο.