Εἶναι δῶρο θεόσδοτο, σπόρος ἄφθαρτος στὸ βάθος τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀνατέλλει ὅταν εἰρηνεύει ὁ ἄνθρωπος μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Οὔτε ἡ ἀποδοχὴ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἡ ἔπαινος τοῦ κόσμου μπορεῖ νὰ γεμίσει τὸ κενὸ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἀναζητεῖ τὸν Κύριο. «Ἐν Σοί πηγὴ ζωῆς· ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35:10). Ὅ,τι δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν ἀνθρώπινη καρδιὰ μὲ πραγματικὴ χαρὰ.
Δὲν μπορῶ νὰ ἀλλάξω τὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ ἐυχαριστήσω τὴν ἀνθρώπινη ὑπερηφάνεια. Οὔτε θὰ προδώσω τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἐγκατέθεσε μέσα μου, γιὰ νὰ εἰρηνεύσω μὲ τὶς ἀξιώσεις τοῦ κόσμου. «Εἰ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην» (Γαλ. 1:10).
Ὅταν τὸ φῶς τῆς ψυχῆς ἀναδεικνύει τὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου, ἴσως φανῶ ἀταίριαστος.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόρριψη, ἀλλὰ μιὰ πρόκληση· ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστιανοῦ δὲν ὑποτάσσεται στὰ μέτρα τῶν πολλῶν, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Εἶμαι διάφανος, ὅχι γιατί εἶμαι ἀσθενής, ἀλλὰ γιατί δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κρύψω τὸ φῶς τοῦ Κυρίου μου.
Ὅποιος ἀληθινὰ πορεύεται μετὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ μὲ μάσκες.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμή μου, καὶ τὸ θέλημά Του ἡ χαρά μου.
Ἡ εὐτυχία μου εἶμαι ἐγώ, ὅταν δέχομαι τὸν ἑαυτό μου ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πορεύεται πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν.
Καὶ ἐὰν δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ τοὺς ἄλλους προχωρῶ ἔστω καί μέ λίγους χωρίς νά ἐγκαταλείψω τό Θεό πού δίνει νόημα στήν ὕπαρξή μου.