Print this page

Η Εκκλησία στην εποχή του Κορονοϊου  

Συντάκτης  Ιουν 03, 2020

 

 

Στην Ευρώπη ο χριστιανισμός χάνει συνεχώς έδαφος. Αυτό είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο που δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να εξελιχθεί η χριστιανική πίστη για να πλησιάσει τον μοντέρνο άνθρωπο.

Η Εκκλησία δεν είναι ένα πολιτικό κόμμα ή μία ιδεολογία  που θα πρέπει να εξελίσσεται πάντοτε, αλλά θα πρέπει να προσεγγίζει την αλήθεια, δηλαδή τον Ιησού Χριστό τον Θεάνθρωπο, το κέντρο της όντως ζωής. Δυστυχώς σήμερα πολλοί επίσκοποι, Μητροπολίτες   “πρώτοι» καθώς και όλοι αυτοί βέβαια που πιστά τους ακολουθούν  δηλαδή  οικουμενιστές με τις μοντέρνες θεολογίες οι οποίες βρίσκονται μακριά από την ορθόδοξη παράδοση, έχουν χάσει κάθε επαφή με την αλήθεια που είναι ο Χριστός.

Αυτό γίνεται εμφανές αν μελετήσει κανείς τί έγινε στην Ιταλία  την εποχή του κορωνοϊού, όπου εμφανίσθησαν σημαντικές αλλαγές και στην παπική και στην ορθόδοξον εκκλησία. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνιέται ότι ο κορωνοϊός άλλαξε όλο το παγκόσμιο σκηνικό και έκανε πιο εμφανές το μεγάλο πνευματικό κενό, που είχε  καλλιεργηθεί από  τους λατίνους, τον πάπα και γενικά τους παπικούς επισκόπους οι οποίοι ακολουθούν την μοντέρνα μεταπατερική θεολογία του προσώπου. Ένα πνευματικό κενό που πλήττει και την ορθόδοξον εκκλησία, όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα πια.  Αν κάποιος νομίσει ότι αυτοί οι ισχυρισμοί κρύβουν μέσα τους υπερβολές  δεν έχει παρά να μελετήσει τα μέτρα που η ιταλική κυβέρνηση πήρε για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού κατά την περίοδο της καραντίνας. Έκλεισε όλη η Ιταλία. Άναψε στην Ιταλία το σήμα κινδύνου και έγινε κόκκινο. Κανείς δεν μπορούσε να βγεί από το σπίτι του στον δρόμο, παρά μόνο για έκτακτη ανάγκη. Έκλεισαν  τα εστιατόρια  το ίδιο τα καφενεία καθώς και οι χώροι διασκέδασης και συνάθροισης των πολιτών. Κάθε συνάθροιση μορφωτική, επιστημονική ακόμη και θρησκευτική απαγορεύετο. Με άλλα λόγια μαζί με τα εστιατότια, τους τόπους μορφωτικών εκδηλώσεων και διασκεδάσεως κατεβάσανε  τα “ρολά» και τα “μαγαζιά» των παπικών δηλαδή οι εκκλησίες, με τις ευλογίες - αποφάσεις- των ιταλών επισκόπων και του ποντίφικος. Παρέμειναν όμως ανοιχτά τα σουπερμάρκερ   για τις  αγορές τροφίμων, ίσως γιατί θα πρέπει να θυμίζουν εις άπαντας ότι κατά την σημερινή εποχή η σωματική τροφή αξίζει πιο πολύ της πνευματικής και εις τις υπεραγορές, πολύ μικρότερες εν συγκρίσει με πάμπολες λατινικές  εκκλησίες μπορεί κανείς να πάρει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, ενώ εις τους μεγαλοπρεπείς ναούς των παπικών τα μέτρα προστασίας  ήτο αδύνατα.  

Για να γίνει πιο σαφές, όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά οι επίσκοποι (με την συναίνεση του “πρώτου» δηλαδή του πάπα της Ρώμης) πήρανε αποφάσεις να μην τελούνται η ευχαριστιακή λατρεία, και γενικά κάθε ακολουθία στην περίοδο της μεγάλης σαρακοστής και του Πάσχα. Ο ιταλός πιστός δεν μπορούσε πλέον σε ορισμένες περιοχές ούτε καν να μεταβεί στην εκκλησία για να προσευχηθεί γιατί τα “ρολά» των εκκλησιών κατεβήκανε και γενικά ήταν ωσαν η αυλαία για την παπική εκκλησία  τραγικά και απότομα να έπεσε καταγής.

Το ίδιο απεφασίσθη  και από την εκκλησία της Ελλάδος, να κλείσουν δηλαδή  οι εκκλησίες και να μην τελούνται θείες λειτουργίες, μα ούτε οι ακολουθίες της μεγάλης σαρακοστής  και ακολούθησε μία τραγική συνέχεια. Επειδή η κρίση δεν σταμάτησε ήταν η πρώτη φορά μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου, του Μεγάλου Κωσταντίνου, που δεν εορτάσθη Πάσχα στις εκκλησίες, δεν στολίσθηκαν γιορτινά και ο Χριστός αφέθη μόνος, όπως τότε. Την δε μεγάλη Παρασκευή και το σάββατο βράδυ, οι μαθητές ήταν σκοπισμένοι και έγγλειστοι δια τον φόβον των ιουδαίων, δηλαδή των κυβερνητικών μέτρων. Ίσως κάπου σε κανένα υπερώο ο Κύριος ενεφανίσθη κεκλεισμένων των θυρών, ίσως τις οίδε, ο κύριος οίδε...

Στην περίπτωση βέβαια  της Ιταλίας η απόφαση για το κλείσιμο των εκκλησιών επάρθη από την παπική εκκλησία. (Το ίδιο επανέλαβε, όπως είναι γνωστό και η εκκλησία της Ελλάδος). Το κράτος δεν μπορεί να επέμβει στα εσωτερικά των φραγκοεκκλησιών που διοικούνται - ας μην το ξεχνάμε -  από το ανεξάρτητο κράτος του Βατικανού. Για να μπορέσει να καταλάβει κανείς το Βατικανό και ο πάπας έλαβαν την απόφαση όχι μόνο να μην τελούν τις ευχαριστιακές συνάξεις και τις υπόλοιπες ακολουθίες της σαρακοστής και της μεγάλης εβδομάδος, αλλά εδόθη η διαταγή να κατεβούν κυριολεκτικά  τα “ρολά» όλων των εκκλησιών της Ρώμης. Αργότερα, μετά από οργισμένη αντίδραση ιερέων και λαού ο ίδιος ο πάπας πήρε τη απόφαση να κρατήσει ανοιχτές τις εκκλησίες στην Ρώμη και σε όλες τις περιοχές τις Ιταλίας εκτός Λομβαρδίας, Βενετίας και γενικά περιοχής της Παντάνιας. Αλλά βέβαια οι ακολουθίες έπαψαν να τελούνται.

Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν είναι σωστός ο ισχυρισμός ότι οι ευχαριστιακές συνάξεις δεν ετελέσθησαν στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία, επειδή ο ιερέας τις τελούσε και μεταδίδοντο μεσω τηλεόρασης και διαδικτυακά σε όλο το εκκλησίασμα. Η τεχνολογία βοήθησε εις το να ξεπερασθεί αυτή η ανάγκη μέχρι να περάσει  η κρίση. Το ίδιο απ᾽ότι καταλαβαίνω έγινε και στην περίπτωση της εκκλησίας της Ελλάδος. Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς δεν υπάρχει καμμία διαφορά στην τακτική των δύο εκκλησιών. Και ο κορωνοϊός βοήθησε στην πραγματικότητα τον οικουμενισμό και ανέδειξε ότι κατά βάθος οι εκκλησίες είτε ρωμαιοκαθολικές, είτε ορθόδοξες, είτε προτεστάντικες, δεν διαφέρουν στην ποιμαντική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Κατά συνέπεια αύριο οι οικουμενιστές θα ισχυρισθούν ότι οι δογματικές διαφορές δεν μπορούν να κρατούν διαιρεμένο τον χριστιανικό κόσμο. Γι᾽αυτό και  όταν ξεπερασθεί η ανθρωπιστική κρίση οι εκκλησίες θα προχωρήσουν με πιο γοργά βήματα προς την “πολυπόθητη ένωση» από την στιγμή που δεν θα τις διαιρεί καμμία διαφορετική πίστη, ούτε βέβαια θα υπάρξουν αντιδράσεις από τα πλήθη του κόσμου και αυτοί που θα το κάνουν θα ετικετοποιηθούν ως φονταμενταλιστές!

 Όμως δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνιέται  ότι πρωτίστως  η ευχαριστιακή σύναξη και οι ακολουθίες δεν είναι ένα θέατρο εις το οποίον  είναι μέν προτιμότερον να  παρευρίσκεται κανείς προσωπικά,  αλλά σε αντίθετη περίπτωση δίνεται εις τον πιστόν η ίδια δυνατότης μέσω της τηλεοράσεως και  του διαδικτύου.

 Στον ορθόδοξο πιστό ξενίζει η απόφαση μετάδοσης ακολουθιών από τα τηλεοπτικά μέσα  άνευ λαού τελουμένων μόνο από κληρικούς,  γιατί  κατά την πατερική παράδοση η ευχαριστία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα και ο λαός παθητικά απλώς  παρακολουθεί. Αντίθετα η ευχαριστία είναι μία σύναξη επί το αυτό» λαού και κλήρου, σύναξη κατά την οποίαν  δεν μπορεί να υποκατασθεί από τον κλήρο ο λαός, κάτι που μπορεί να συμβεί στην παπική παράδοση, όπου  ο παπικός ιερεας δύναται να τελέσει μόνος του την ευχαριστία. Γι᾽αυτό και κατά την ορθόδοξον παράδοση  ιερείς ή επίσκοποι μόνοι τους δεν μπορούν να τελέσουν την ευχαριστία, άνευ έστω και ενός λαϊκού. Κατά δεύτερο η ευχαριστία είναι ένα μυστήριον κατά το οποίον η ευχαριστιακή σύναξη “ορά» τον αναστάντα Κύριον, ο οποίος είναι πάντοτε παρών, ανάλογα με το στάδιον που βρίσκεται ο κάθε πιστός που συμμετέχει και τα στάδια είναι τρία κατά τους Πατέρας αυτό της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Όποιος δεν ανήκει σε κανένα από αυτά τα στάδια καλό θα κάνει στον εαυτό του και στους άλλους να μην προσέρχεται στις ευχαριστιακές συνάξεις και να μην λαμβάνει θεία κοινωνία. Συνεπώς το κάθε μυστήριον έχει ανάγκη μόνο από βαπτισμένους πιστούς που έχουν τη ίδια ομολογία της πίστεως κλεισμένοι σ´έναν  ιδιαίτερο χώρο που είναι ο ναός. Κατά συνέπεια   δεν προσφέρεται ως θέαμα εις τους αθέους, αιρετικούς, αβαπτίστους και  απίστους. Αυτό είναι το νόημα της φράσεως εις την ορθόδοξον λειτουργία:  «Τας Θύρας τα Θύρας εν σοφία πρόσχωμεν»

Αντιθέτως, όπως ήδη είπαμε, στην παπική παράδοση  ένας ιερέας χωρίς την συμμετοχή κανενός λαϊκού μπορεί να τελέσει την ευχαριστία. Η ευχαριστία γίνεται έτσι προνόμιο μόνο του κλήρου και ο λαός έρχεται σε δεύτερη  μοίρα. Αν προσθέσουμε μάλιστα το γεγονός ότι ο λαός δεν συμμετέχει του κοινού ποτηρίου δηλαδή δεν συμμετέχει του αίματος και του σώματος που καθαγιάζονται, - για να κοινωνήσει ο λαός χρησιμοποιείται μία προηγιασμένη όστια και όχι η όστια που καθαγιάσθη την στιγμή της ευχαριστίας-  τότε καταλαβαίνουμε ότι το λαϊκό στοιχείο δεν είναι απαραίτητο και παρίσταται παθητικά στην τέλεση της ευχαριστίας. Κατά συνέπεια δύναται  ο λαϊκός να παρακολουθήσει  από μακριά μέσω τηλεοράσεως την τέλεση χωρίς να υπάρχει τεράστια διαφορά από το είναι  παρών. Εις έναν παπικό δεν δημιουργεί  ιδιαίτερο πρόβλημα η μετάδοση της ευχαριστίας από την τηλεόραση γιατί ο παπικός είναι συνηθισμένος να το κάνει από την στιγμή που συνδέεται με την τηλεόραση για να δεί την λειτουργία του πάπα πριν πάει στην ενορία του. Η ευχαριστία για τον παπικό είναι πρωτίστως  ένα θέαμα που προσφέρεται σε όλους, γιατί γι᾽αυτούς ο πάπας  είναι αρχηγός όλων των θρησκειών και αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα γι᾽αυτό και ο ίδιος μεταδίδεται σε όλα τα κρατικά και ιδιωτικά κανάλια ακόμη και μεσω διαδικτύου. Είναι στην πραγματικότητα το πιο τηλεοπτικό πρόσωπο που μπορεί κανείς να δεί στην Ιταλία και όχι μόνο σε αυτήν.  Επομένως δεν ξενίζει εις έναν παπικό η μετάδοση της θείας λατρείας από την τηλεόραση ιδιαίτερα όταν είναι ο πάπας που την τελεί. Έτσι για τους παπικούς που τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί να μεταδοθεί ο κορωνοϊός από την ευχαριστία η πιο εύκολη λύση είναι να τελεί μεν ο ιερεύς, ο δε πιστός να βλέπει την ευχαριστία μέσω τηλεοράσεως σαν ένα θεατρικό έργο ή ένα πολύ ωραίο συναισθηματικό φίλμ.

Δεν γίνεται όμως  κατανοητή  στον ορθόδοξο πιστό η απόφαση που πήρε η ιεραρχία της εκκλησίας της Ελλάδος να ακολουθήσει  την παπική εκκλησία, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ίσως γιατί πρωτίστως  να υπάρχει ο φόβος μήπως μεταδοθούν ασθένειες από το σώμα και αίμα του Χριστού, στον λαό - δεν πιστεύουν φαίνεται ότι ο Χριστός είναι παρών στην ευχαριστία, οπότε υπάρχει περίπτωση  μεταδόσεως  μικροβίων που εξαρτάται βεβαίως από την τυχαιότητα, τυχαιότητα που μελετά η επιστήμη και ο ίδιος ο Χριστός δεν μπορεί να αλλάξει. Κατά δεύτερον τυγχάνει γνωστός ο πειρασμός της επισκοπικής ματαιοδοξίας, η οποία θα κολακευθεί περαιτέρω από την τηλεοπτική κάλυψη, ένα είδος διασημότητος ανάλογο προς την περίπτωση του πάπα της Ρώμης, καθώς κάθε  Κυριακή ή σε κάθε ακολουθία,   όποιο κανάλι και ν᾽ανοίξει κανείς θα βλέπει τους επισκόπους και “πρώτους», να συναγωνίζονται  τους λοιπούς τηλεοπτικούς αστέρες.

 

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι οι λατίνοι και ορθόδοξοι επίσκοποι κατά πρώτον δεν έκαναν αυτήν την επιλογή αλλά αναγκάσθηκαν εκ των υστέρων εξ ᾽αιτίας του ότι είναι μία» υπεύθυνη εκκλησία. Μάλιστα δεν θα πρέπει να εκπλήττει η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε μία εκκλησία» γιατί κατά την περίοδο του κορωνοϊού απεδείχθη πιά περίτρανα ότι  η ορθόδοξος και η ρωμαιοκαθολική εκκλησία είναι μία, μία που όπως ισχυρίζονται οι νεωτεριστές θεολόγοι και ποιμένοντες “πρώτοι» αναπνέει με δύο πνεύμονες, χωρίς σημαντικές διαφορές. Οι ίδιοι αρχιερείς της μίας εκκλησίας υποφέρουν και οδύρονται γιατί δεν μπορούν να τελέσουν την ευχαριστιακή σύναξη μαζί με τον λαό ή για τον λαό, αλλά αυτό το κάνουν από αγάπη και σεβασμό για τον συνάθρωπο. Αυτός ο ιός μεταδίδεται εύκολα από ανθρωπο σε άνθρωπο, χτυπάει λοιπόν τον συνάθρωπο και όπως πρόσφατα ανακοίνωσε ο οικουμενικός μας Πατριάρχης κκ. Βαρθολομαίος αυτό που κινδυνεύει δεν είναι η πίστη αλλά οι πιστοί και συνεχίζει: “Και αυτή η δοκιμασία θα περάσει. Θα φύγουν τα σύννεφα, και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης θα εξαλείψει τη θανατηφόρα επίδραση του ιού. Όμως η ζωή μας θα έχει αλλάξει. Και η δοκιμασία είναι μία ευκαιρία να αλλάξει προς το καλύτερο. Προς την κατεύθυνση της εδραίωσης της αγάπης και της αλληλεγγύης

Πάνω στα λόγια του οικουμενικού μας Πατριάρχου ταπεινά θα ήθελα κάνω δύο παρατηρήσεις:

Πρώτη παρατήρηση. Όλοι γνωρίζουν από την εκκλησιαστική ιστορία - και αν δεν το ξέρουν καλό θα είναι να το μάθουν - ότι οι πρώτοι χριστιανοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στον Καίσαρα. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι ρωμαίοι δεν ενδιαφερόντουσαν σε ποιά θρησκεία οι υπήκοοι πίστευαν και θα άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς να τελούν τις λατρείες, αν αναγνώριζαν ότι ανήκουν στον καίσαρα. Αν οι παλαιοί χριστιανοί ακολουθούσαν την αλληλεγγύη και την αγάπη έτσι όπως την εκφράζει το οικουμενικό Πατριαρχείο  βασιζόμενη, όχι στην πίστη, αλλά στην υποστατική αρχή και σχέση των προσώπων θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τον καίσαρα να σώσουν τις ζωές τους και να είναι ελεύθεροι να τελούν τις ακολουθίες δηλαδή να βρίσκονται σ᾽ένα αδιάκοπο δίκτυο σχέσεων και να χτίζουν τους ναούς των. Ίσως τότε και στα εγκαίνια κανενός μεγαλοπρεπούς ναού να παρευρισκόταν και ο ίδιος ο καίσαρας. Οι παλαιοί όμως χριστιανοί ήταν “ανεύθυνοι» «μωροί” δεν θυσίασαν στον καίσαρα και δεν αναγνώρισαν αυτόν ως αρχηγό της ζωής των, αλλά τον ίδιο τον Χριστό. Προτίμησαν το μαρτύριο και τον θάνατο παρά την εύκολη ζωή, αγκαλιά με την πολιτική αρχή. Οι επίσκοποί των προτίμησαν να μην έχουν να φάνε παρά να παίρνουν μισθό από το καίσαρα και να μετατραπούν σε διοικητάς ρωμαίους όπως ο πόντιος Πιλάτος. Καί όποιος από έλλειψη πίστη αρνιόταν το μαρτύριο  τότε δεν ήταν ικανός να ανήκει εις την Εκκλησία του Θεού.  Εκατόμβες μαρτύρων, γέμισε η αυτοκρατορία, ο κάθε τόπος της εβάφη  από το αθώο αίμα των πιστών κι᾽όλο αυτό διήρκησε καιρό, αιώνες. Μετέδιδαν, όπως οι ιοί, αυτή την πίστη στον Χριστό και στους εθνικούς που όταν παρατηρούσαν την χριστιανική αυτοθυσία  κατέβαιναν και αυτοί στην αρρένα για να χύσουν το αίμα τους ή μάλλον για να βαπτισθούν σε αυτό, όντας οι ίδιοι αβάπτιστοι. Κέντρο για όλους αυτούς τους πρώτους χριστιανούς, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς ήταν η αιώνιος ζωή, η Βασιλείαα του Χριστού πιο πολύ από την επίγειο εις την οποίαν βασιλεύει ο φόβος για τα θηρία, τους ιούς και το χάσιμο των κοινωνικών προνομοίων. Με κίνδυνο της ζωής των λοιπόν κατεβήκανε στις κατακόμβες και ήξεραν ότι κάποτε κάποιος θα τους πρόδιδε και οι ρωμαίοι θα τους ανεκάλυπταν, θα τους σκότωναν ή θα τους πέταγαν στα θηρία για να θηριομαχήσουν. Σίγουρα οι παλαιοί χριστιανοί, σύμφωνα με τον  Πατριάρχη της Κωσταντινουπόλεως και την σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ίσως να  ήταν φονταμενταλιστές, ίσως να μην σεβόντουσαν τον συνάθρωπο και εξ αιτίας της ανευθυνότητάς των οδηγούσαν  την ίδια τη μάνα, την αδελφή, όλη την οικογένεια, τους φίλους τους γνωστούς ακόμη και τους διώκτες τους στο μαρτύριο γιατί πίστευαν ότι μόνο ο Χριστός είναι η πραγματική ζωή και άνευ του Χριστού δεν υπάρχει πραγματική ζωή αλλά μόνο θάνατος. Τώρα η ποιμένουσα εκκλησία διδάσκει και πράττει το αντίθετο. Σήμερον η ποιμένουσα εκκλησία πιστεύει πιο πολύ σε μία αμφίβολη επιστημονική γνώση, ικανή να εισέλθει εις τα χωράφια της πίστεως τόσο πολύ που από δώ και πέρα θα κανονίζει πώς θα γίνονται οι εκκλησιαστικές συναθροίσεις και η θεία ευχαριστία. Σήμερον η ποιμένουσα εκκλησία αγωνιά πιο πολύ μη χάσει τους μισθούς που παίρνει από τους αθέους κυβερνώντας που παριστάνουν τους θρήσκους μόνο και μόνο για να πάρουν κανένα ψήφο παραπάνω, κυβερνώντας που προτιμούν μία τραγουδίστρια για να εμψυχώσει τον λαό από τον επιτάφιο, ή το λάβαρο της Αναστάσεως, ή το Χριστός Ανέστη.  Επομένως ο ιός δεν χτυπάει μόνο τον συνάνθρωπο, όπως ισχυρίζεται ο  πατριάρχης της Κωσταντινούπολης,  αλλά κυρίως και ειδικά την πίστη των σημερινών χριστιανών και τους φέρνει στο δίλημμα. Είναι προτιμότερο η ζωή χωρίς ευχαριστία, χωρίς ακολουθίες, χωρίς χριστό ή η ζωή μετ᾽αυτού; Ο Θεός είναι ο αρχηγός της ζωής μας αυτός που κανονίζει το μέλλον μας ή πιστεύουμε μόνο στην επιστήμη και τη πολιτικο-οικονομική εξουσία; Αυτές από δώ και πέρα θα κανονίζουν τα της πίστεως; Μπορώ ν᾽ακολουθήσω τους πολιτικούς και να “θυσιάσω»  σε αυτούς ή είναι προτιμότερον ο Χριστός;

  Δεύτερη παρατήρηση: Μιάς και ανεφέρθη το  διάγγελμα του Πατριάρχου θα ήθελα να επισημάνω ότι  αν  o Πατριάρχης της Κωσταντινουπόλεως πιστεύει ότι δεν κινδυνεύει η πίστη του κάθε χριστιανού αλλά οι πιστοί, δεν έχει παρά να μελετήσει όλη την συζήτηση που γίνεται σήμερα στη Ελλάδα και γενικά στην ορθοδοξία για τα τίμια δώρα ακόμα και για τον τρόπο που μεταδίδεται η θεία κοινωνία, επειδή πολλοί πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν φορείς ασθενειών,  όπως αναφέρει ο γνωστός μεταπατερικός θεολόγος  Σταύρος Ζουμπουλάκης στο πρόσφατο άρθρο του επιδημία θεία κοινωνία και μετάληψη εις το οποίο ισχυρίζεται  ότι  οι πιστοί σε πολλά μέρη του εξωτερικού μεταλαμβάνουν  χωρίς η λαβίδα να έρχεται καθόλου σε επαφή με το στόμα τους. Το ίδιο εφάρμοσε και ο άγιος Σωφρόνιος (Σαχάρωφ)  στη Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, στο Έσσεξ της Αγγλίας[1] Φανταστείτε τον Χριστό σαν μεταφορέ μικροβίων. Πού φθάσαμε αδελφοί.

  Βεβαίως θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος μεταπατερικός θεολόγος ότι θα πρέπει κάτι να θυσιασθεί από τις παλαιές χριστιανικές συνήθειες. Σήμερα δεν ζούμε στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τα πράγματα έχουν πολύ αλλάξει. Στην σημερινή εποχή αναδύεται ως μόνη αλήθεια το υπαρκτικό γεγονός της κοινωνίας και σχέσης πιο πολύ από την πίστη σε αφηρημένες ιδεολογικές αρχές που κρατούσε δέσμιους τους πρώτους χριστιανούς και τους εξανάγκαζε να πάνε σε μαρτύριο. Το μαρτύριο για την πίστη σήμερα καθίσταται τελείως περιττό, γιατί η μεταπατερική θεολογία κατάλαβε την αλήθεια και την ζεί σαν υπαρκτικό γεγονός σχέσης και κοινωνίας. Ακριβώς αυτό το υπαρκτικό γεγονός   δίνει την δυνατότητα και την ελευθερία στους μεταπατερικούς να δώσουν άλλη διάσταση εις το μαρτύριο και να  ισχυρισθούν  ότι:  κλεινόμαστε στο σπίτι, δεν πάμε εκκλησία, δεν κάνουμε ακολουθίες,  μένουμε μόνοι, μόνο και μόνο για να “μαρτυρήσουμε» ότι αγαπάμε τον συνάθρωπο και έχουμε σεβασμό για το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου. Καί όπως ισχυρίζεται ο   Σταύρος Ζουμπουλάκης στο εν λόγω άρθρο του “Τι θα συμβεί αν κάποιες ακολουθίες πάψουν να τελούνται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα; Το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να σωθούν μερικές ζωές παραπάνω. Πόσο αντιχριστιανικό είναι αυτό; Ή πιστεύει πραγματικά κάποιος από τους ιεράρχες ότι ο ιός πεθαίνει μόλις διαβεί το κατώφλι του ναού;” 

 Γι᾽αυτό κατά τους μεταπατερικούς, που εκπροσωπούν την επίσημον ορθόδοξον εκκλησία σήμερον,  ο άνθρωπος που φθάνει μεσω της ασκήσεως στην απελευθέρωση από την αναγκαιότητα της φύσεώς του,  φύσεως που χάρισε ο Θεός!, δεν μένει ποτέ μόνος έστω και αν κλείνεται σ᾽ένα χώρο μόνος του. Το μοναχικό δωμάτιο πληρούται παντα από την ύπαρξη του άλλου γιατί το πρόσωπο είναι και θα παραμείνει μία σχέση ενός εγώ με ένα εσύ ή με ένα εμείς. Ο μοναχικός χώρος του δωματίου γέμει από την παρουσία των άλλων και αρκεί ν᾽απλώσει κανείς το χέρι του για να  ξεπεράσει την ατομικότητα της φύσεώς του που τον κρατάει δέσμιον σ᾽έναν τότο και χώρον και να αγγίξει τον άλλον όπου και αν βρίσκεται.

 Δυστυχώς το οικτρό αποτέλεσμα  της μεταπατερικής θεολογίας του προσώπου  οδήγησε πολλούς χριστιανούς  εις το να μην πιστεύουν σε τίποτε από την πιστη της εκκλησίας των μαρτύρων, καθώς νομίζουν ότι η εκκλησία είναι μόνο μία κοινωνία προσώπων που βρίσκονται  σε αδιάκοπο δίκτυο σχέσεων. Το σημαντικό είναι ο σεβασμός και η αγάπη για τα πρόσωπα επειδή κατά τη άποψη αυτή μόνο το πρόσωπο είναι η εικόνα του Θεού εις τον άνθρωπον. Η πίστη εκπίπτει σε κάτι το σχετικό, το δευτερεύον. Ο τελικός ορίζοντας της νέας θεολογίας είναι η πίστη να ξεπερασθεί, όπως και τα “δεσμά» της ανθρώπινης φύσης που κρατούν το πρόσωπο δέσμιο σε μία αναγκαιότητα η οποία υπερβαίνεται με το ανακαλύψει κανείς την υποστατική αρχή και να γίνει πρόσωπον. Τι χρεία λοιπόν έχομεν της πίστεως; Τί χρεία λοιπόν έχομεν αυτής της πίστεως που μας λέει ότι η Εκκλησία δεν κινείται με την λογική του κόσμου τούτου, την λογική της επιστήμης; Μίας  επιστήμης που ισχυρίζεται  ότι κατά την θεία ευχαριστία μπορούμε να έχουμε μετάδοση του κορωνοϊού με την λαβίδα της θείας κοινωνίας και το κοινό ποτήριον  που δίνεται από το χέρι του ίδιου του Χριστού, του μεγαλυτέρου μεταφορέα μικροβίων! Αυτά για κάθε πραγματικό χριστιανό  αποτελούν την ύπατη βλασφημία ότι δηλαδή το σώμα και το αίμα του Χριστού μπορεί να μεταφέρει μικρόβια. Μίας επιστήμης που ισχυρίζεται ότι στις υπεραγορές δεν μεταδίδεται εύκολα ο ιός και στα αεροπλάνα καθόλου από την στιγμή που οι πτήσεις γίνονται κανονικά όπως πρίν χωρίς αποστάσεις. Στην εκκλησία όμως (τώρα που ανοίγουν αφού πέρασε το Πάσχα, θα δούμε τι θα κάνουν τα επόμενα Χριστούγεννα) η απόσταση των πιστών θα πρέπει να βρίσκεται στο ενάμισυ μέτρο.  Η ποιμένουσα εκκλησία απούσα ούτε μία μικρή φωνή διαμαρτυρίας. Συναίνεση και υπευθυνότητα μπορώ να την καταλάβω αλλά τί νόημα έχουν όλα αυτά χωρίς πίστη και η πίστη της εκκλησίας πού εκρύβη;  Για να  λάβουμε γεύση της εμπειρίας της πίστεως θα ήθελα να διαβάζαμε μαζί τον Απόστολο Παύλο που μιλάει για τα κατορθώματα της πίστεως, κατορθώματα που ο σημερινός χριστιανισμός ξέχασε γιατί νόμισε ότι μόνο η σχέση ενός εγώ μ᾽ενα εσύ ή εμείς είναι σημαντική: “Εστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων πόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένωνἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν οἱ πρεσβύτεροιΠίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὸ βλεπόμενον γεγονέναι. Πίστει πλείονα θυσίαν Ἅβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκεν τῷ θεῷ, δι᾽ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος π τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, καὶ δι᾽ αὐτῆς ποθανὼν ἔτι λαλεῖ. Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ ηὑρίσκετο διότι μετέθηκεν αὐτὸν θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως μεμαρτύρηται εὐαρεστηκέναι τῷ θεῷ, χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι, πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ θεῷ ὅτι ἔστιν καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται. Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασεν κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾽ ἧς κατέκρινεν τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος. Πίστει καλούμενος ᾽Αβραὰμ πήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τόπον ὃν ἤμελλεν λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθεν μὴ πιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς παγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ ᾽Ισαὰκ καὶ ᾽Ιακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς παγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς θεός. Πίστεικαὶ αὐτὴ Σάρρα στεῖραδύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν καὶ παρὰ καιρὸν ἡλικίας, πεὶ πιστὸν ἡγήσατο τὸν παγγειλάμενον· διὸ καὶ ἀφ᾽ ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἄμμος παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἀναρίθμητος. Κατὰ πίστιν πέθανον οὗτοι πάντες, μὴ κομισάμενοι τὰς παγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν π τῆς γῆς· οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα πιζητοῦσιν. καὶ εἰ μὲν ἐκείνης μνημονεύουσιν ἀφ᾽ ἧς ἐξέβησαν, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ᾽ ἔστιν πουρανίου. διὸ οὐκ παισχύνεται αὐτοὺς θεὸς θεὸς πικαλεῖσθαι αὐτῶν, ἡτοίμασεν γὰρ αὐτοῖς πόλιν. Πίστει προσενήνοχεν ᾽Αβραὰμ τὸν ᾽Ισαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν τὰς παγγελίας ἀναδεξάμενος, πρὸς ὃν ἐλαλήθη ὅτι ᾽Εν ᾽Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα, λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατὸς θεός· ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο. Πίστει καὶ περὶ μελλόντων εὐλόγησεν ᾽Ισαὰκ τὸν ᾽Ιακὼβ καὶ τὸν ᾽Ησαῦ. Πίστει ᾽Ιακὼβ ποθνῄσκων ἕκαστον τῶν υἱῶν ᾽Ιωσὴφ εὐλόγησεν, καὶ προσεκύνησεν π τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ. Πίστει ᾽Ιωσὴφ τελευτῶν περὶ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν ᾽Ισραὴλ ἐμνημόνευσεν, καὶ περὶ τῶν ὀστέων αὐτοῦ ἐνετείλατο. Πίστει Μωϋσῆς γεννηθεὶς ἐκρύβη τρίμηνον π τῶν πατέρων αὐτοῦ, διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον, καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως. Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ θεοῦ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας πόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, πέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Πίστει κατέλιπεν Αἴγυπτον, μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησεν. Πίστει πεποίηκεν τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ αὐτῶν. Πίστει διέβησαν τὴν ᾽Ερυθρὰν Θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς γῆς, ἧς πεῖραν λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν. Πίστει τὰ τείχη ᾽Ιεριχὼ πεσαν κυκλωθέντα π πτὰ ἡμέρας. Πίστει ῾Ραὰβ πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς πειθήσασιν, δεξαμένη τοὺς κατασκόπους μετ᾽ εἰρήνης. Καὶ τί ἔτι λέγω; πιλείψει με γὰρ διηγούμενον χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, ᾽Ιεφθάε, Δαυίδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, πέτυχον παγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρης, ἐδυναμώθησαν π ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν πολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, πρίσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρης πέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 1ὧν οὐκ ἦν ἄξιος κόσμος, π ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσιν καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς παῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν παγγελίαν, τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν.

Τί στην πραγματικότητα μπορεί να καταλάβει η σημερινή επιστήμη  από την πίστη όπως την περιγράφει ανωτέρω ο Απόστολος των εθνών Παύλος; Για την επιστήμη αύτη η πίστις είναι απλώς σκάνδαλον και μωρία.  

 

 

 

 

[1] . Πηγή: www.lifo.gr

Γεώργιος Καραλής

Ο Γεώργιος Ιωάννου Καραλής, γεννήθηκε στον Βόλο. Αν και ελκύστηκε από την θεολογία παιδιόθεν και υπήρξε μαθητής του αείμνηστου καθηγητού Ιωάννου Ρωμανίδου και του μοναχού Μάξιμου Λαυριώτου, σπούδασε Ιατρική και Χειρουργική στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας και εξειδικεύθηκε στην πυρηνική ιατρική. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια διευθυντής του ορθόδοξου περιοδικού Italia Ortodossa, εκδίδοντας πλήθος θεολογικών άρθρων και μεταφράζοντας Πατέρες της Εκκλησίας στα Ιταλικά.

Email Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.