νὰ θάβει τὰ πάθη του, ὄχι γιὰ νὰ τὰ μεταμορφώσει ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρύψει;
Νὰ ντύνεται τὸ ἔνδυμα τῆς ἀσκητικότητος, ἐνῷ μέσα του κρατᾷ ζωντανὰ τὰ φαντάσματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ἀποστροφῆς καὶ τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὸν ἄλλον;
Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση βαθιά ἀνθρώπινη καὶ βαθιά πνευματική, δὲν εἶναι παρά ἡ θλιβερὴ συνήθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ καλλωπίζει τὶς ἀδυναμίες του, δίνοντάς τους τὴν ἐπίφαση τῆς ἀρετῆς.
Εἶναι ἕνας χορὸς στὴν ἄκρη τῆς ἀβύσσου, ὅπου τὸ προσωπεῖο "τῆς ἁγιότητος" κρύβει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ. Ἑνός ἄσχημου ἑαυτοῦ γεμάτου μοναξιά καί πικρία.
Ἡ ἄσκησιη εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς πορείας, ἕνα μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ ἐγὼ στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Ὡστόσο, τί συμβαίνει ὅταν ἡ ἄσκηση γίνεται ἐργαλεῖο τοῦ ἐγωισμοῦ;
Ὅταν γίνεται πρόφαση γιὰ νὰ μὴν ἀγγίξει κανείς τὸν ἄλλον, νὰ μὴν ἀφήσει τὴν καρδιά του νὰ πονέσει ἀπό τή συναναστροφή μέ τόν ἄλλον;
Κάποιοι θάβουν τὰ πάθη τους, ὄχι ἀπὸ ταπείνωση, ἀλλὰ ἀπὸ φόβο. Καὶ ἀντὶ νὰ τὰ μεταμορφώσουν, τὰ φυλᾶνε βαθιὰ μέσα τους, καλυμμένα μὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ ἠρεμία πού στήν παραμικρή ἀφορμή ξεσπᾶ σέ κλάματα ἤ φωνές.
Αὐτὴ ἡ «ἄσκησιη» δὲν ὁδηγεῖ στὴ θέωση, ἀλλὰ σὲ μία ἀποστειρωμένη μοναξιά.
Δὲν εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ προφήτου, ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τῆς ἀποξενώσεως.
Δὲν εἶναι ἡ ἀπόσταση ποὺ ἐξαγιάζει, ἀλλὰ ἡ ἀπόσταση ποὺ χτίζει τείχη.
Εἶναι ὁ χριστιανός ποὺ δὲν ἀγκαλιάζει, δὲν κλαίει, δὲν τολμᾷ νὰ συγχωρέσει, ἐπειδὴ ὁ ἄλλος «θὰ τὸν πληγώσῃ» ἢ «δὲν εἶναι ἀρκετὰ καθαρός» ἤ "δέν τοῦ ταιριάζει".
Τὰ πάθη ποὺ θάβονται δὲν πεθαίνουν· ριζώνουν.
Ἡ ζήλεια, ὁ θυμὸς, ἡ ὑπερηφάνεια γίνονται σὰν ὑπόγεια ρεύματα ποὺ ροκανίζουν τὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς.
Ὁ χριστιανός ποὺ ἀρνεῖται νὰ τὰ δεῖ κατὰ πρόσωπον, ποὺ τὰ «καθαγιάζει» μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀσκητικῆς του στάσεως, δὲν τὰ ἀπαρνεῖται· ἁπλῶς τὰ ἀφήνει νὰ τὸν καταπιοῦν ἀργά ἀργά ἀλλά καταλυτικά.
Ἡ ἀληθινὴ ἄσκηση ἀπαιτεῖ θάρρος· τὸ θάρρος νὰ δῇς τὸ σκοτάδι σου καὶ νὰ τὸ ἐκθέσῃς στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπαιτεῖ νὰ βγεῖς ἀπὸ τὴ ζώνη ἀνέσεως τοῦ "προσωπικοῦ σου ἀγῶνος καὶ νὰ ζήσεις τὴν πραγματικὴ δοκιμασία, ποὺ εἶναι ἡ σχέση μὲ τὸν ἄλλον.
Ἐκεῖ στὴν τριβὴ μὲ τὸν πλησίον, εἶναι ποὺ τὸ πάθος καίγεται, ὄχι στὴν ἀπομόνωση.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἐκάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει μόνo γιὰ νὰ «σωθῇ», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγαπήσῃ.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ πυρὴνας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ ρίσκο.
Ἀπαιτεῖ νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, νὰ ἀφήσεις τὴν ἀσφάλεια τοῦ δικοῦ σου κόσμου καὶ νὰ συναντήσεις τὸν ἄλλον ἐκεῖ ποὺ εἶναι· τραυματισμένο, ἀτελῆ, ἴσως καί ἐνοχλητικό!
Ἡ ἄσκηση ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη εἶναι ἄσκηση μάταιη.
Ὁ χριστιανός ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἁπλώσει τὸ χέρι του στὸν διπλανὸ του –εἴτε αὐτὸς εἶναι φίλος, ἐχθρὸς ἢ ξένος– χάνει τὴν οὐσία τοῦ ἀγῶνος. Γίνεται σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ προσεύχεται στὸν ναό, γεμάτος αὐτοθαυμασμὸ, ἐνῷ ὁ Τελώνης δίπλα του ζεῖ τὸ μεγαλείο τῆς μετανοίας.
Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔρχεται ὅταν ὁ χριστιανός τολμᾷ νὰ δῇ τὸν ἑαυτό του μὲ εἰλικρίνεια. Ὅταν σταματᾷ νὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀσκητικότητος καὶ παραδέχεται τὴν ἀδυναμία του. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἀγκαλιάζει τὴ μάσκα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια. Δὲν θεραπεύει τὸ προσωπεῖο, ἀλλὰ τὴν πληγή.
Ὁ Χριστὸς καλῇ τὸν ἄνθρωπο νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ὄχι γιὰ νὰ χάσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βρῇ. Στὴν ταπείνωσι, στὴν αὐταπάρνησι, στὴ θυσία γιὰ τὸν ἄλλον.
Ἡ ἀληθινὴ ἄσκηση εἶναι ἡ στροφή ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμὸ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἄλλον. Εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς καθημερινῆς ἀγάπης, ποὺ πονᾷ, ἀλλὰ καὶ ἀνασταίνει.
Ἡ χριστιανικὴ ζωή δὲν εἶναι μία καλοφτιαγμένη βιτρίνα. Εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγὼνας μεταμορφώσεως.
Κάθε χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀφήσῃ τὶς μάσκες, νὰ ξεθάψει τὰ πάθη του καὶ νὰ τὰ φέρει μπροστὰ στὸν Χριστό.
Μόνον τότε μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Καὶ μόνον τότε μπορεῖ νὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι· φῶς μέσα στὸν κόσμο!