Ὁ οἰκοδεσπότης, λοιπόν, τοῦ ἀμπελῶνος ἔβαλε περίφραξη σέ αὐτόν, ἔκτισε δέ καί πύργον, «ἴνα μή τρυγῶσιν αὐτόν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τήν ὁδόν» (Ψαλμ.79,13). Κατά τήν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ὁ ἀμπελώνας εἰκονίζει τήν Ἐκκλησίαν καί ἡ περίφραξη, τά ὅρια τοῦ ἀμπελῶνος, εἶναι θεόδμητα, ἐκ τοῦ Οἰκοδεσπότου. Ἐτέθησαν ὅρια καί περίφραξη, μεταξύ Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἱεροῦ καί βεβήλου, θεογνωσίας καί ψευδωνύμου γνώσεως. Συνεχίζοντας αὐτήν τήν παράδοση οἱ θεοφόροι Πατέρες, στίς οἰκουμενικές συνόδους, μέ τούς δογματικούς ὅρους καί τούς ἱερούς κανόνες, ἔκαναν πιό ἀκριβέστερα αὐτά τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ κόσμου καί τῆς ψευδωνύμου γνώσεως. Οἱ ἀνά τούς αἰώνας αἰρέσεις πού ἐμφανίσθηκαν στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἦσαν ἐκ τῶν ἔνδον, μέσα ἀπό τόν ἀμπελώνα, γι΄αὐτό καί οἱ ἅγιοι ἱεράρχες μέ τίς συνόδους των, ἔκοβαν τό ‘σεσηπός’ μέλος καί τό ἔβγαζαν ἔξω ἀπό τόν φραγμόν, ἔξω ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στά χρόνια πού ζοῦμε ὁ ‘πειράζων’ δοκιμάζει ἄλλην μέθοδον. Πιέζει τόν φραγμόν, ἐκ τῶν ἔξω. Οἱ ‘πορευόμενοι’ τήν ὁδόν τοῦ κόσμου, σέ φιλία καί συνεργασία μέ πολλούς ἐκ τῶν ‘γεωργῶν’ χαλοῦν τήν περίφραξη, ἀλλοιώνουν τά ὅρια.
Ἡ νέα μέθοδος τοῦ ‘πειράζοντος’ εἶναι ὁ ἐπονομαζόμενος ‘οἰκουμενισμός’ τοῦ ὁποίου ἡ κυρία ἀπαίτηση εἶναι τά ἀ ν ο ι κ τ ά σ ύ ν ο ρ α. Τό πνεῦμα του κυριαρχεῖ στήν τελευταῖα ἑκατονταετία καί κινεῖται σέ πολλά ἐπίπεδα ἐξουσίας, ὅπως τό οἰκονομικόν, τό πολιτικόν, τό κοινωνικόν, τό στρατιωτικόν καί στό θρησκευτικόν. Ὁ οἰκουμενισμός εἶναι ἐνάντιος σέ κάθε παραδοσιακή κοινωνία, διότι ἡ κάθε τοπική παράδοση εἶναι ὅριον καί φραγμός, πού προστατεύει τήν κάθε κοινωνία. Τά σύνορα εἶναι προστασία. Ὁ οἰκουμενισμός ἀπαιτεῖ ἐλευθέραν εἴσοδον, κατάργηση τῶν φραγμῶν καί γκρέμισμα τοῦ ‘πύργου’ τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν τῆς κάθε κοινωνίας.
Στό θρησκευτικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖον καί μᾶς ἐνδιαφέρει, συνέστησεν πολλά θρησκευτικά κέντρα γιά τήν προώθησι τῶν ‘ἀνοικτῶν συνόρων’ καί τοῦ ‘διαλόγου’. Βέβαια πίσω ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ‘διαλόγου’ πού προωθεῖται, ἔρχεται ἡ ἀρχή τῆς ‘προσλήψεως καί προσαρμογῆς’. Τό 1948 συγκροτήθηκε τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε) μέ τό ὁποῖο προωθεῖται ἡ προτεσταντική μορφή τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Στή μορφή αὐτή, ἡ κάθε κοινότητα καί ὁμολογία, ἐκφράζει μίαν ὄψιν τῆς ‘ἀληθείας’ καί ὅλες μαζί αὐτές οἱ ὄψεις τῆς ‘ἀληθείας’ ὅσες μετέχουν ἐκεῖ, καλοῦνται νά φανερώσουν σέ μίαν τελικήν καί ἔσχατη πρᾶξι ἑνότητος, τήν ἀλήθεια πού ψάχνουν. Ἡ ἔννοια τῆς μίας Ἐκκλησίας πού μόνο αυτή περιέχει τήν ἀπόλυτη αὐθεντία καί ἀλήθεια, εἶναι ἐξωστρακισμένη καί αἱρετική για τόν χῶρο τοῦ Π.Σ.Ε.
Μετά τήν Β΄Βατικανή σύνοδο (1962-1965) παρουσιάζεται ἡ μορφή τοῦ παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἐδῶ τήν ‘ἀλήθεια’ τήν κατέχει ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος καί τήν προσφέρει στούς πάντες, ἀρκεῖ νά τόν ἀναγνωρίζουν ὡς πρῶτο καί νά κοινωνοῦν μαζί του. Αυτός ο παπικός οικουμενισμός δεν συμμετέχη εις Π.Σ.Ε. ως πλήρες μέλος, αλλά συνεργάζεται εξωτερικά και σε πολλές επιτροπές, γιατί εικάζει ότι αύτη η ρωμαιοκαθολική εκλησία είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αύτη η θεώρηση δεν εμποδίζει το Π.Σ.Ε. να προωθήση τον σκοπό του γιατί το να ισχυρίζεται μία επιμέρους, μεγίστη, εκκλησία (όπως η λατινική) ότι είναι η Εκκλησία του Θεού δεν σημαίνει ότι αυτός ο ορισμός αφήνει απ ᾽έξω τα ανοικτά σύνορα και τις υπόλοιπες εκκλησίες. Πράγματι για το Π.Σ.Ε. και για τους ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους που συνεργάζονται σε διάφορα επίπεδα, η παπική εκκλησία είναι μεν η μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά δεν είναι μόνο αυτή. Με άλλα λόγια η μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν συνίσταται εις μίαν μόνο εκκλησία, όσο μεγίστη και αν είναι, αλλά και σε κάθε εκκλησία που συμμετέχει στο Π.Σ.Ε. επειδή η Μία Αγία καθολική και Αποστολική Εκκλησία, διαθέτει ανοιχτά σύνορα και αγκαλιάζει άπασες τις εκκλησίες, οι οποίες αναγνωρίζουν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Υιόν Θεού και Σωτήρα! Απλώς ο παπικός και επισκοποκεντρικός τρόπος είναι ένα διαφορετικό είδος διακυβέρνησης της εκκλησίας, στηριζόμενος εις τον τοπικόν επίσκοπο τον ευρισκόμενον εις κοινωνία μετά του παγκοσμίου πρώτου - ως τον κολλέγιον των Αποστόλων υπό τον Πέτρον- που δεν θα πρέπει να επιβληθή και στις υπόλοιπες εκκλησίες του Π.Σ.Ε., γιατί δεν είναι ο μοναδικός. Ὁ διπλός, ἀλλά καί ἑνιαῖος, αὐτός οἰκουμενισμός ὡς ‘μονιός ἄγριος’ προσπαθεῖ νά καταστρέψη τόν φραγμό τῆς Ἁγίας Ορθοδόξου Καθολικής Αποστολικής Ἐκκλησίας, πιέζοντάς το παντοειδῶς καί ποικιλοτρόπως, κυρίως ὅμως μέ τούς καλύτερους συμμάχους του, τούς ‘κακούς γεωργούς’ τοῦ ἀμπελῶνος.
Ὡς χρήσιμον γιὰ τήν κατανόηση τοῦ θέματoς πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ οἰκουμενισμός εἶναι γέννημα τῆς μεταμοντέρνας (μετανεωτερικής) ἐποχῆς. Ἐνῶ στήν νεωτέρα ἐποχή τήν μετά τόν Διαφωτισμό, δόθηκε βαρύτητα περισσότερο στόν ἄνθρωπο ὡς ‘δρῶν ὑποκείμενον’, ὡς ἄτομον, μέ συνέπεια νά δημιουργηθῆ μία ἀκραία κατάσταση ἐξατομίκευσης πού ἐπέφερε δύο παγκοσμίους πολέμους, στήν πρώϊμη δέ μετανεωτερική ἐποχή, κυρίως μετά τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, δίνεται βαρύτητα στίς ‘κοινότητες’. Ἄτομο καί κοινωνία εἶναι δύο ἔννοιες καί πραγματικότητες, πού στή δυτική σκέψη κινοῦνται μεταξύ ριζικῆς ρήξεως καί πλήρους ἀφομοιώσεως. Στήν μετανεωτερική ἐποχή δίνεται βαρύτητα στήν πραγματικότητα τῆς κοινωνίας, γι΄αὐτό στόν χῶρο τοῦ οἰκουμενισμοῦ κυριαρχοῦν οἱ ἔννοιες τῆς κοινότητος, τοῦ διαλόγου, τοῦ προσώπου, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνεκτικότητος, τοῦ σχετικισμοῦ, μέ περιεχόμενο ὅμως πού ὑπηρετεῖ τόν οἰκουμενιστικό στόχο καί ὄχι μέ τήν παραδοσιακή ἐννοιολόγηση τῶν λέξεων.
Ο οικουμενισμός επικράτησε παντού στην μοντέρνα κοινωνία. Εισήλθε δυναμικά σε παραδοσιακούς χώρους, όπως η κάθε ορθόδοξος Εκκλησία και μετατόπισε τα σύνορα μεταξύ αληθούς και ψευδωνύμου γνώσεως - δηλαδή μεταξύ ορθοδοξίας και αίρεσης και κατά συνέπεια μεταξύ σωτηρίας και απωλείας- ισχυριζόμενος ότι ο κάθε άνθρωπος σώζεται όταν ούτος εισέρχεται εις μίαν κοινωνίαν και γίνεται πρόσωπον, απελευθερώμενος δηλαδή από μία αναγκαστική φύση - η οποία σε υποχρεώνει να είσαι άτομο. Όντως κατά την οικουμενιστική αντίληψη η κάθε κοινωνία προσώπων που συνέρχεται επί το αυτό εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ανεξαρτήτου πίστεως είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αρκεί βέβαια, (κατά την Ζηζιούλιον θεώρησιν η οποία εις τα οικουμενιστικά περιβάλλοντα διαφοροποιείται ως η κατ᾽εξοχήν ορθόδοξος) να αναγνωρίζει ένα παγκόσμιον πρώτον ή μία επαφή με αυτόν για να μπορέση να επιτευχθή η σωτηρία, διαφορετικά ο κάθε άνθρωπος τίθεται εκτός εκκλησίας αδυνατώντας να γίνει πρόσωπο και να πραγματοποιήση το γεγονός της κοινωνίας.
Αυτά τα ανοιχτά σύνορα η πατερική θεολογία απορρίπτει ως αιρετικά δείχνοντας ότι δεν υπάρχει Εκκλησία Θεού άνευ της πίστεως των Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων Ομολογητών και Αγίων. Όντως μόνον «αύτη η πίστις των Ορθοδόξων» είναι δυνατόν να σώσει τον άνθρωπον και να αντιπαλέσει με τον διάβολον ο οποίος, οντας ανθρωποκτόκτος και ψεύτης, αντιμάχεται την ορθή πίστη. Η Ορθή πίστη δεν τίθεται σε διάλογον με τους αιρετικούς αλλά μόνον μαρτυτείται και προσφέρεται δωρεάν σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, ιστορίας πολιτισμού και κουλτούρας.
Η ορθόδοξος μαρτυρία σήμερα δεν είναι προσωπική: δεν επιχειρείται δια την κατοχύρωση του Πνεύματος του αιώνος τούτου, ούτε δια την απόκτηση ακαδημαϊκών τίτλων και κοινωνικών αναγνωρίσεων, δεν επιδιώκει πλούτο, υστεροφημία, κενοδοξία, επαγγελματική ακαδημαϊκή θεολογία. Η μαρτυρία είναι εκκλησιαστική και η Εκκλησία του Θεού δεν προσφέρει προσωπική δόξα, αλλά μόνον δόξα Θεού, γι᾽αυτό, κατά τους αγίους και την Παναγία μας, είναι αφάνεια αλλά όχι φήμη του αιώνος τούτου, απόκρυψη, απομάκρυνση, θάνατος του ανθρώπου που κινείται γνωμικά και όχι πρωτοσέλιδα στις καλύτερες εφημερίδες και περιοδικά που εξυπηρετούν το γνωμικό θέλημα, τον οικουμενισμό και τους ισχυρούς της εποχής. Την μαρτυρία αυτή βέβαια δεν θα την δώσουν οι μάζες, τα κοσμοείδωλα του αιώνος τούτου, οι οικονομικοί, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες, αλλά μόνο αυτό το μικρό και αφανές ποίμνιο, αυτή η μικρή ζύμη στην οποίαν πάντα στηρίχθηκε ο χριστιανισμός.
Με την χάρη του Θεού ας ενταχθούμε αδελφοί στην μικρή αυτή ζύμη δια να παραδώσουμε στις επόμενες γεννιές αυτή την πατερική πίστη η οποία άφοβα κράζει σε κάθε χρονική στιγμή σε κάθε καιρό: Ἐτσι πιστεύουμε, ομολογούμε και κηρύττουμεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν μας... όπως τον είδαν οι προφήτες, όπως τον δίδαξαν οι Απόστολοι, όπως τον παρέλαβε η εκκλησία, όπως τον δογμάτισαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, όπως ομόψυχα πίστεψε όλη η οικουμένη, όπως η Χάρη άστραψε πέρα ως πέρα όπως η αλήθεια απέδειξε διώχνοντας μακριά την πλάνη, όπως η Σοφία εκήρυξε, όπως ο ίδιος ο Χριστός επιβράβευσε...Αυτή είναι η πίστη που μας παρέδωσαν οι Απόστολοι, οι άγιοι Πατέρες, η πίστη που ζεσταίνει τις καρδιές των ορθοδόξων, η ίδια αυτή πίστη που όλη τη γή στήριξε.