Εἶναι ἡ βαθύτερη ἔκφραση τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ποὺ ἑνώνει τὴν καρδιὰ μας μὲ τὸν πλησίον μας. Ὅταν ἐλεοῦμε, γινόμαστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο Του, μετατρέποντας τὴν ἀγάπη σὲ πράξη καὶ τὴν πίστη σὲ ζωντανὴ μαρτυρία.
Στὴν καρδιὰ τῆς ἐλεημοσύνης βρίσκεται ἡ ἀναγνώριση ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε δὲν εἶναι δικά μας, ἀλλὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλοῦτος, ἡ ὑγεία, ὁ χρόνος καὶ οἱ ἱκανότητές μας εἶναι εὐλογίες ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε γιὰ νὰ τὰ μοιραζόμαστε. Ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δὲν δίνεις ἀπὸ τὰ δικά σου στοὺς φτωχούς· ἐπιστρέφεις τὰ δικά τους». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μία δικαιοσύνη ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴν τάξη τῆς ἀγάπης.
Ὅμως ἡ ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο ὑλική. Δὲν εἶναι μόνο νὰ δώσουμε χρήματα ἢ τρόφιμα σὲ κάποιον ποὺ τὰ χρειάζεται. Εἶναι νὰ δώσουμε καὶ χρόνο, προσοχή, καὶ ἕνα λόγο παρηγοριάς. Εἶναι νὰ σταθοῦμε δίπλα στὸν πλησίον μας μὲ κατανόηση καὶ χωρὶς κριτική. Ὅπως λέγει ἡ Γραφή: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω. 13:34). Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅταν ἐκφράζεται ὡς ἐλεημοσύνη, γίνεται τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀδιαφορίας.
Ἡ σύγχρονη ἐποχή μας, μὲ τὴν τεχνολογία καὶ τὴν φρενήρη καθημερινότητα, μᾶς ἀποξενώνει συχνὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον. Μπορεῖ νὰ βλέπουμε ἐκατοντάδες πρόσωπα κάθε μέρα, ἀλλὰ νὰ μὴν κοιτάζουμε πραγματικὰ κανένα. Ἡ ἐλεημοσύνη μᾶς καλεί νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἄνεσή μας, νὰ δοῦμε τὸν ἄνθρωπο πίσω ἀπὸ τὶς ἀνάγκες καὶ νὰ τοῦ προσφέρουμε, ὄχι μόνο τὸ χέρι μας, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιά μας.
Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ θεολογικὸ βάθος τῆς ἐλεημοσύνης: Ὅταν δίνουμε στὸν πλησίον, δίνουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς δίδαξε: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε εἰς ἕνα τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, εἰς ἐμὲ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25:40). Ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ συναντοῦμε εἶναι μία εὐκαιρία νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ μὲ τρόπο πρακτικὸ καὶ ἁπτό.
Ἡ ἐλεημοσύνη, λοιπόν, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὸν πλησίον, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐμᾶς. Μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια, μᾶς γεμίζει μὲ χαρὰ καὶ μᾶς θυμίζει ὅτι ἀνήκουμε ὅλοι σὲ μία κοινότητα ἀγάπης ποὺ ὁ Θεὸς ὁραματίστηκε γιὰ τὸν κόσμο.
Ἀς μὴν εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη μας ἕνα βάρος ἢ μία συνήθεια.
Ἀς εἶναι μία εὐκαιρία νὰ γίνουμε μικροὶ φορεῖς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ διψᾶ γιὰ οὐσία καὶ ἀλήθεια.
Καὶ κάθε φορά ποὺ ἀπλώνουμε τὸ χέρι μας, ἄς θυμόμαστε ὅτι
ἡ καρδιά μας γίνεται ὁ τόπος ὅπου ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νὰ ἀνθίζει.
Ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι ἀπλῶς μία πράξη καλῆς θελήσεως ἢ φιλανθρωπίας. Εἶναι ἡ βαθύτερη ἔκφραση τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ποὺ ἐνώνει τὴν καρδιὰ μας μὲ τὸν πλησίον μας. Ὅταν ἐλεοῦμε, γινόμαστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο Του, μετατρέποντας τὴν ἀγάπη σὲ πράξη καὶ τὴν πίστη σὲ ζωντανὴ μαρτυρία.
Στὴν καρδιὰ τῆς ἐλεημοσύνης βρίσκεται ἡ ἀναγνώριση ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε δὲν εἶναι δικά μας, ἀλλὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλοῦτος, ἡ ὑγεία, ὁ χρόνος καὶ οἱ ἱκανότητές μας εἶναι εὐλογίες ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε γιὰ νὰ τὰ μοιραζόμαστε. Ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δὲν δίνεις ἀπὸ τὰ δικά σου στοὺς φτωχούς· ἐπιστρέφεις τὰ δικά τους». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μία δικαιοσύνη ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴν τάξη τῆς ἀγάπης.
Ὅμως ἡ ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο ὑλική. Δὲν εἶναι μόνο νὰ δώσουμε χρήματα ἢ τρόφιμα σὲ κάποιον ποὺ τὰ χρειάζεται. Εἶναι νὰ δώσουμε καὶ χρόνο, προσοχή, καὶ ἕνα λόγο παρηγοριάς. Εἶναι νὰ σταθοῦμε δίπλα στὸν πλησίον μας μὲ κατανόηση καὶ χωρὶς κριτική. Ὅπως λέγει ἡ Γραφή: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω. 13:34). Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅταν ἐκφράζεται ὡς ἐλεημοσύνη, γίνεται τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀδιαφορίας.
Ἡ σύγχρονη ἐποχή μας, μὲ τὴν τεχνολογία καὶ τὴν φρενῆρη καθημερινότητα, μᾶς ἀποξενώνει συχνὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον. Μπορεῖ νὰ βλέπουμε ἐκατοντάδες πρόσωπα κάθε μέρα, ἀλλὰ νὰ μὴν κοιτάζουμε πραγματικὰ κανένα. Ἡ ἐλεημοσύνη μᾶς καλεί νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἀνεσή μας, νὰ δοῦμε τὸν ἄνθρωπο πίσω ἀπὸ τὶς ἀνάγκες καὶ νὰ τοῦ προσφέρουμε, ὄχι μόνο τὸ χέρι μας, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιά μας.
Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ θεολογικὸ βάθος τῆς ἐλεημοσύνης: Ὅταν δίνουμε στὸν πλησίον, δίνουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς δίδαξε: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε εἰς ἕνα τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, εἰς ἐμὲ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25:40). Ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ συναντοῦμε εἶναι μία εὐκαιρία νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ μὲ τρόπο πρακτικὸ καὶ ἀπτό.
Ἡ ἐλεημοσύνη, λοιπόν, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὸν πλησίον, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐμᾶς. Μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια, μᾶς γεμίζει μὲ χαρὰ καὶ μᾶς θυμίζει ὅτι ἀνήκουμε ὅλοι σὲ μία κοινότητα ἀγάπης ποὺ ὁ Θεὸς ὁραματίστηκε γιὰ τὸν κόσμο.
Ἀς μὴν εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη μας ἕνα βάρος ἢ μία συνήθεια. Ἀς εἶναι μία εὐκαιρία νὰ γίνουμε μικροὶ φορεῖς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ διψᾶ γιὰ οὐσία καὶ ἀλήθεια. Καὶ κάθε φορά ποὺ ἀπλώνουμε τὸ χέρι μας, ἀς θυμόμαστε ὅτι ἡ καρδιά μας γίνεται ὁ τόπος ὅπου ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νὰ ἀνθίζει.