Το θέλημα του ανθρώπου αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό οντολογικό του χαρακτηριστικό, για το οποίο δόθηκε μεγάλη μάχη από τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία δογμάτισε τη θεολογία του (περί θελήματος) κατά την 6η Οικουμενική Σύνοδο.[1]
Έχοντας λοιπόν ιδιαίτερη βαρύτητα, αυτό καθαυτό το θέλημα του ανθρώπου, διότι με αυτό το θέλημα καλείται να θελήσει και το Θεό τον ίδιο, βγαίνει στο στίβο της πνευματικής ζωής κινούμενος ελεύθερα να τον αναζητήσει.
Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα:
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική πνευματική πρόοδος, η συνεχής αναζήτηση βεβαιοτήτων στην πνευματική ζωή;
Ο άνθρωπος που επιθυμεί να ακουμπήσει την ύπαρξή του ελεύθερα και ανενδοίαστα στο Θεό, δεν εγκλωβίζεται σε ανώριμα διλλήματα για το αν είναι κάτι θέλημα Θεού ή δεν είναι, διότι πολύ απλά δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει.
Αυτό βιώνεται στα πλαίσια της υπακοής στον πνευματικό, μέσα στη διαδικασία της θεραπείας του, με έναν ελεύθερο και αγαπητικό τρόπο, έχοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπο και στην εμπειρία του έμπειρου πνευματικού οδηγού, που ο ίδιος επέλεξε για τη θεραπεία του.
Προσεύχεται, παίρνει την ευλογία του Θεού μέσα από τον πνευματικό, ιδιαίτερα για τα σημαντικά και κομβικά σημεία της ζωής του και προχωρά.
Όταν αφιερώσεις όλο σου το είναι σ' Εκείνον, έρχονται όλα μόνα τους.
Το «γεννηθήτω το θέλημά Σου» δηλώνει την αφιέρωση αυτή.
Μερικοί έχουν γίνει φοβικά ανώριμοι, ενώ ταυτόχρονα καταλήγουν να γίνονται λαθροκυνηγοί της «σιγουράτζας», για το αν βαδίζουν σωστά ή όχι.
Αρνούνται να σηκώσουν το βάρος της ελευθερίας τους και της ύπαρξής τους, πράγμα που δεν τους αφήνει να ωριμάσουν πνευματικά.
Ο άνθρωπος που κυνηγά τα σίγουρα με φίλαυτο τρόπο, καταντά να μετεωρίζεται υπαρξιακά, ψάχνοντας θελήματα.
Τελικά ποιό είναι το προσωπικό του στίγμα, δηλαδή η σφραγίδα της μοναδικότητάς του, αν συνεχώς, ανώριμα και φοβικά ψάχνει τα σίγουρα;
Για να συντονίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, απαιτείται αληθινή σχέση, όμως αρχικά κινείται σε υπαρξιακό ρίσκο, τουλάχιστον μέχρι να φθάσει σε αυτή τη σχέση.
Το υπαρξιακό ρίσκο, συνδέεται με το ξεκίνημα του ανθρώπου γι' αυτή τη διαδρομή, λόγω των ενδοιασμών που αρχικά έχει και του πολέμου με τις δυνάμεις του πονηρού, οι οποίες προσπαθούν να τον αποθαρρύνουν από αυτή του την προσπάθεια, ενώ παράλληλα ο ίδιος δεν πατά με σταθερά βήματα και έχει αμφιβολίες.
Στη διαδρομή του μερικές φορές
φοβάται την πτώση λες και είναι από γυαλί. Μην πληγωθεί ο εγωισμός του.
Και μέσα από τα σίγουρα βήματα που επιδιώκει, προσδοκά να εξασφαλίσει μία θέση στους «επισήμους» του παραδείσου.
Αγαπάμε το Χριστό ή το θέλημά του ως σίγουρη εξασφάλιση, με μία ωφελιμιστική φίλαυτη νοοτροπία που μόνο εξασφαλίζει;
(Ας προβληματιστούμε όλοι, του γράφοντος φυσικά μη εξαιρουμένου).
Η αμαρτία συνδέεται με οντολογική έκπτωση-εκτροπή και όχι με μία χαλασμένη εικόνα που αλλοιώνεται εξωτερικά.
Με «πετάει» από την οντολογία μου
δεν χαλάει το προφίλ μου, ούτε βγαίνω από τις «σιγουράτζες» που καλλιέργησα.
Με απομακρύνει από το Χριστό η πτώση, δεν σκονίζεται το ατσαλάκωτο υπαρξιακό μου κοστούμι, διότι πολύ απλά δεν είναι ατσαλάκωτο.
Οι ερωτικές σχέσεις έχουν ρίσκο και θυσία. Όταν φθάσεις στην πληρότητα της σχέσης, όπως έφθασαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τότε είσαι στον αρραβώνα, ενώ στα έσχατα έρχεται ο γάμος με το Νυμφίο Χριστό.
Αυτό βιώνεται μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, σταδιακά και εμπειρικά.
Βγαίνεις από την εξομολόγηση και πετάς, μεταλαμβάνεις το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και θες να αγκαλιάσεις τους πάντες, γνωστούς και αγνώστους.
Τί σημαίνουν όλα αυτά τελικά;
Ότι βιώνεις ένα απροσδιόριστο γεγονός, που σε εντάσσει σε μία νέα πραγματικότητα και νιώθεις την παρουσία του Θεού στη ζωή σου.
Τί άλλο θέλεις ακόμη; Να σου δώσουν το συμβόλαιο της επιτυχίας του αγώνα που κανείς;
Ένα είδος ιδιόμορφης συμφωνίας δηλαδή που λέει:
«Τί θέλει το αφεντικό;»
Ας μάθουμε το θέλημά του γιατί στο τέλος, υπάρχει η πιθανότητα να αρνηθεί να μας πληρώσει τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής; Νοσηρά πράγματα.
Η διαδρομή των αγίων, γίνεται σε μας γνωστή από τα συναξάρια, συνεπώς γνωρίζουμε το δρόμο της θεραπείας που οδηγεί στην εν Χριστώ θέωση. Όλα τα υπόλοιπα δείχνουν φοβία για τη ζωή και ανευθυνότητα.
Μήπως δεν επιθυμούμε τελικά να δοθούμε «ψυχή τε και σώματι» στο Θεό;
Ο πιστός καλείται να τα ξεκαθαρίσει αυτά, αν επιθυμεί πραγματικά το Θεό και τη μέθεξη με τη θεία Χάρη.
Με ειλικρίνεια και καθαρότητα και όχι με ιδιοτελές πνεύμα, έτσι ώστε να αποφύγει έναν εγκλεισμό στο εγώ του και ταυτόχρονα να μην δημιουργεί συμπλέγματα μέσα από εσωστρεφείς διαδικασίες, που τον οδηγούν σε παθογένειες.
Η θέληση δεν προέρχεται από διδαχή, ούτε από ανασφάλειες.
Κανένας δεν διδάσκεται να θέλει. Το να θέλω, το να επιθυμώ, είναι οντολογική δυνατότητα και κάποιοι θέλουν να την ενοχοποιήσουν με εσφαλμένες θεολογικές διατυπώσεις. Τα παραδείγματα πολλά (θα επανέλθουμε σε άλλο άρθρο).
Η φύση μας ούτως ή άλλως είναι θελητική και δημιουργήθηκε για να ορέγεται, όπως μας διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ομολογητής. [2]
Μέσα από τη θέληση, οδηγείται να θέλει, δηλαδή να επιθυμεί το Θεό.
Το υγιές και το κατά φύσιν σ' αυτό που ονομάζεται θέλημα (φυσικό θέλημα), είναι να κινηθεί προς την αγιότητα, στην εναρμόνιση και σ' ένα συντονισμό με το θείο θέλημα, πάντα με αγαπητικό τρόπο και μέσα από μία υπαρξιακή κίνηση προς την πληρότητα της φύσεως.
Αυτό δεν επιτυγχάνεται αναζητώντας το θείο θέλημα, αλλά μέσα από τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, τη μετάνοια, την προσευχή και σιγά-σιγά αναδύεται ο νέος, θεραπευμένος και ανακαινισμένος εν Χριστώ άνθρωπος.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε, ότι το θείο θέλημα είναι η αγιότητα του καθενός μας, μέσα από μία μοναδική και ξεχωριστή πορεία που οδηγεί στο Θεό.
Αν επιθυμεί αυτή την πορεία ο άνθρωπος, πρέπει καίρια και ουσιαστικά να αφιερωθεί σ' Εκείνον και θα βρει το βηματισμό του και τη θεραπεία του, χωρίς να δαπανά πολύτιμο χρόνο ψάχνοντας θελήματα.
Το σημαντικότερο είναι η αναζήτηση του Χριστού με όλο μας το είναι, ώστε να φθάσουμε σε μία ερωτική πληρότητα μέσα από τη σχέση μας μαζί του.
___________________________________________
[1] 6η Οικουμενική Σύνοδος – Κωνσταντινούπολη 680-681 μ.Χ. Καταδίκασε τον Μονοθελητισμό.
[2] άγιος Μάξιμος ομολογητής:
«Εἰ δέ τά φυσικά ἀδίδακτα, ἀδίδακτον δέ ἔχομεν τό θέλειν· οὐδείς γάρ ποτε θέλειν διαδάσκεται· ἄρα φύσει θελητικός ὁ ἄνθρωπος.» PG 91,304